id
int64 1
1.26M
| row_id
stringlengths 5
11
| filename
stringlengths 7
11
| has_table
int64 0
1
| has_list
int64 0
1
| header
stringlengths 1
3.27k
| place
stringlengths 9
9
| section
stringlengths 0
3.37M
| predicted_section
stringclasses 6
values | diplomatiki
stringclasses 3
values | titlos
stringlengths 10
443
|
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
225,920 | row_225920 | paper_10 | 0 | 0 | Β' ΜΑΙΕΥΤΙΚΗ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Γ . ΚΡΕΑΤΣΑΣ | 0.00-0.00 | ε.σ. | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,921 | row_225921 | paper_10 | 0 | 1 | ΝΕΟΓΝΟΛΟΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ | 0.00-0.01 | -
A ΓΓΕΙΟΓΕΝΕΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ( ΑΓΓΕΙΑΚΟΣ ΕΝΔΟΘΗΛΙΑΚΟΣ ΑΥΞΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ , ΠΛΑΚΟΥΝΤΙΑΚΟΣ ΑΥΞΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ) ΣΤΟ ΑΜΝΙΑΚΟ ΥΓΡΟ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΤΡΙΜΗΝΟΥ ΚΥΗΣΗΣ | β | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,922 | row_225922 | paper_10 | 0 | 1 | ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ | 0.01-0.02 | -
ΜΑΙΕΥΤΗΡΑΣ -ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΟΣ
και στην Καθηγήτρια A. Μαλαμίτση -Πούχνερ | ε.σ. | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,923 | row_225923 | paper_10 | 1 | 0 | ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ | 0.03-0.05 | | ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ...............................................................................6 |
|----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------|
| ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ....................................................................................................11 |
| ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ |
| Ι . ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ ...............................................................................................13 |
| 1. ΟΡΙΣΜΟΣ |
| 2. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ |
| 3. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΟΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ |
| 4. ΣΤΑΔΙΑ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ |
| 5. ΡΟΛΟΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ |
| 6. ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ - ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ |
| 6.1 ΑΓΓΕΙΑΚΟΣ ΑΥΞΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΓΟΝΤΑΣ (VEGF)- ΠΛΑΚΟΥΝΤΙΑΚΟΣ |
| ΑΥΞΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ (PlGF) |
| 6.2 ΙΝΟΒΛΑΣΤΙΚΟΣ ΑΥΞΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ (FGF) |
| 6.3 ΑΓΓΕΙΟΠΟΙΗΤΙΝΕΣ |
| 6.4 ΑΛΛΟΙ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΤΙΚΟΙ ΑΥΞΗΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ |
| 7. ΕΙΔΗ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ |
| 7.1 ΕΚΒΛΑΣΤΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ |
| 7.2 ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ ΜΕ ΕΓΚΟΛΕΑΣΜΟ |
| 8. Η ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ ΣΕ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ |
| 9. ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ - ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ |
| ΣΥΓΚΡΙΣΗ |
| ΠΕΡΙΟΔΟ |
|---------------------------------------------------------------|
| 12. ΟΡΜΟΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΑΚΗΣ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ |
| 13. Η ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ ΣΤΗΝ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ |
| 13.1 ΝΕΟΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ (21 η -32 η ΗΜΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ) |
| 13.2 ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΡΙΧΟΕΙΔΟΥΣ ΔΙΚΤΥΟΥ (32 Η ΗΜΕΡΑ ΩΣ 25 Η |
| ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ) |
| 13.3 ΜΗ ΔΙΑΚΛΑΔΩΤΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ (24-25 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗ |
| ΣΥΛΛΗΨΗ ΕΩΣ ΤΕΛΟΣ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ ) |
| ΙΙ . ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ …………………………………………35 |
| 1. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΙΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΥΗΣΕΙΣ |
| 2. ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΑ ΥΠΟΛΕΙΠΟΜΕΝΗ ΑΥΞΗΣΗ ΚΑΙ |
| ΣΤΗΝ ΠΡΟΕΚΛΑΜΨΙΑ |
| ΠΛΑΚΟΥΝΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ ΠΡΟΕΚΛΑΜΨΙΑΣ |
| 3. ΑΝΩΜΑΛΗ |
| ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΚΥΗΣΗ |
| 1. ΟΡΙΣΜΟΣ - ΣΥΣΤΑΣΗ |
| 2. ΡΟΛΟΣ ΑΜΝΙΑΚΟ ΥΥΓΡΟΥ - ΟΓΚΟΣ ΑΝΑ ΗΛΙΚΙΑ ΚΥΗΣΗΣ | | π | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,924 | row_225924 | paper_10 | 1 | 0 | ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ | 0.06-0.07 | | Ι . ΕΙΣΑΓΩΓΗ .......................................................................................................59 |
|----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------|
| ΙΙ . ΥΠΟΘΕΣΗ - ΣΚΟΠΟΣ ....................................................................................59 |
| ΙΙΙ . ΥΛΙΚΟ - ΜΕΘΟΔΟΣ .....................................................................................60 |
| Ι V. ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ...................................................................61 |
| V. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ .........................................................................................62 |
| VI. ΣΥΖΗΤΗΣΗ ....................................................................................................67 |
| VII. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ .....................................................................................68 |
| VIII. ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ..............................................................70 |
| I Χ . ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΛΙΚΗ ...................................................................73 |
| ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ...................................................................................................76 |
| ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΕΝΗ ΜΕΛΕΤΗ .............................................................................90 | | π | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,925 | row_225925 | paper_10 | 0 | 0 | ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ | 0.07-0.07 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,926 | row_225926 | paper_10 | 0 | 0 | 1. ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ | 0.07-0.08 | Θαλής Κωνσταντίνος Παπαποστόλου
Ημερομηνία γέννησης : 12-6-1979
Νιόβης 3, 15237, Φιλοθέη
Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο : [email protected] | β | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,927 | row_225927 | paper_10 | 0 | 1 | 2. ΠΑΡΟΥΣΑ ΘΕΣΗ (1/9/12-31/3/13) | 0.09-0.09 | - -Εξειδικευόμενος στο τμήμα Ενδοσκοπικής Γυναικολογικής Χειρουργικής και Υπογονιμότητας , Μαιευτικό -Γυναικολογικό Τμήμα Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ουαλίας , Κάρντιφ (University Hospital of Wales). | β | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,928 | row_225928 | paper_10 | 0 | 1 | 3. ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΠΑΙΘΡΟΥ | 0.09-0.09 | - -Τρίμηνη Εκπαίδευση στο Γ . Ν . Ν . Βόλου ως έμμισθος εσωτερικός βοηθός στην Παθολογική , Καρδιολογική και Χειρουργική Κλινική ( 1/8/2006-31/10/2006)
- -Αγροτικός Ιατρός στο Π . Ι . Αερινού Μαγνησίας με εφημερίες στο Κέντρο Υγείας Βελεστίνου | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,929 | row_225929 | paper_10 | 0 | 0 | 4. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ -ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ | 0.09-0.09 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,930 | row_225930 | paper_10 | 0 | 0 | Εγκύκλιες σπουδές : | 0.09-0.10 | 1991-1997 Ελληνοαμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών -Ψυχικού | β | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,931 | row_225931 | paper_10 | 0 | 0 | Προπτυχιακή εκπαίδευση | 0.10-0.10 | 1998-2005 Ιατρική Σχολή , 1 ο Πανεπιστήμιο Ρώμης , « La Sapienza»
Εισαγωγή κατόπιν εξετάσεων . Βαθμός Πτυχίου : « Λίαν Καλώς » | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,932 | row_225932 | paper_10 | 0 | 0 | Άδεια Ασκήσεως Ιατρικού Επαγγέλματος | 0.10-0.10 | 2006 Νομαρχία Αθηνών | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,933 | row_225933 | paper_10 | 0 | 1 | Μεταπτυχιακή εκπαίδευση | 0.10-0.11 | - -1/11/2007-31/10/2008 Ειδικευόμενος στο τμήμα Μαιευτικής -Γυναικολογίας Νοσοκομείου « Simone Veil» , Montmorency, Παρίσι ( Διευθύντρια Κα Joclyne Morvan )
- -1/11/2008- 1/5/2009 Ειδικευόμενος στο τμήμα Γενικής Χειρουργικής Νοσοκομείου Σητείας -Κρήτης ( Διευθυντής Κος Γεώργιος Δελημπαλταδάκης )
- -2/5/2009-31/1/2010 Ειδικευόμενος στο τμήμα Μαιευτικής -Γυναικολογίας Νοσοκομείου « Simone Veil» , Montmorency, Παρίσι ( Διευθύντρια Κα Joclyne Morvan )
- -15/2/2010-15/1/2011 Ειδικευόμενος στο Τμήμα Μαιευτικής -Γυναικολογίας Νοσοκομείου « St Mary's Hospital », Manchester, Ηνωμένο Βασίλειο
- -17/1/2011-31/7/2011 Ειδικευόμενος στο Τμήμα Μαιευτικής -Γυναικολογίας Νοσοκομείου « Royal Derby Hospital», Derby, Ηνωμένο Βασίλειο
- -3/9/2011 - 31/3/2013 Ειδικευόμενος στο Τμήμα Μαιευτικής -Γυναικολογίας Νοσοκομείου « University Hospital of Wales », Cardiff, Wales, Ηνωμένο Βασίλειο . | β | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,934 | row_225934 | paper_10 | 0 | 0 | Τίτλος Ειδίκευσης | 0.11-0.11 | 2012 Μαιευτική -Γυναικολογία ( κατόπιν εξετάσεων ) | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,935 | row_225935 | paper_10 | 0 | 0 | Άδεια Ασκήσεως Ιατρικής Ειδικότητας : | 0.11-0.11 | 2012 Νομαρχία Λάρισας | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,936 | row_225936 | paper_10 | 0 | 0 | Διδακτορική Διατριβή | 0.11-0.12 | 2007-2013 « Αγγειογενετικοί Παράγοντες (VGEF,PlGF) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης ». Νεογνικό Τμήμα , Β' Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής Πανεπιστημίου Αθηνών . | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,937 | row_225937 | paper_10 | 0 | 0 | Μεταπτυχιακή Εκπαίδευση -Σεμινάρια | 0.12-0.12 | 2103: Male Fertility Study days, London, British Fertility Society 2013: IUI and Embryo Transfer Study, London, British Fertility Society 2011: Colposcopy Course , Cardiff, RCOG 2011: Doppler Ultrasound in Clinical Obstetrics, RCOG, London 2011: Pelvic Ultrasound Certification, British Fertility Society, London, UK 2010: MRCOG Part 1, Royal College of Obstetricians and Gynaecologists, UK 2010: ALSO (Advanced life support in Obstetrics), Αρεταίειο Νοσοκομείο 2009: Diplome de Contraception ( Δίπλωμα Αντισύλληψης ) Ιατρική Σχολή Pierre et Marie Curie, Paris 7 (Dr. Serfaty) 2009: Grossesses Gemellaires ( Δίδυμες Κυήσεις ), Cochin Hospital, Port Royal, Paris 2009: Emergency Ultrasound of Trauma Ευγενίδειο Ίδρυμα , Αθήνα , Ελλάδα | β | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,938 | row_225938 | paper_10 | 0 | 0 | Μετεκπαίδευση στο εξωτερικό | 0.12-0.12 | 9/2011 - 8/2012: Clinical Fellow (Registrar) in Obstetrics-Gynaecology working in the Gynae Oncology team. University Hospital of Wales (Supervisor: Mr Lim) 9/2012- 4/2013 Clinical Fellow (Registrar) in Obstetrics-Gynaecology working in the Endometriosis and Infertility Team (Supervisor: Mr Griffiths) | β | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,939 | row_225939 | paper_10 | 0 | 0 | Ξένες Γλώσσες | 0.12-0.12 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,940 | row_225940 | paper_10 | 0 | 0 | Αγγλικά , Γαλλικά , Ιταλικά | 0.12-0.12 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,941 | row_225941 | paper_10 | 0 | 0 | 5. ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ | 0.13-0.13 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,942 | row_225942 | paper_10 | 0 | 0 | ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ | 0.13-0.13 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,943 | row_225943 | paper_10 | 0 | 1 | Α . ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΣΕ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ | 0.13-0.14 | - - Midtrimester amniotic fluid concentrations of angiogenic factors in relation to maternal, gestational and neonatal characteristics in normal pregnancies
Papapostolou T, Briana DD, Boutsikou M, Iavazzo C, Puchner KP, Gourgiotis D, Marmarinos A, Malamitsi-Puchner A. J Matern Fetal Neonatal Med. 2013 Jan;26(1):75-8
- -Oral progestogens vs levonorgestrel-releasing intrauterine system for endometrial hyperplasia: a systematic review and metaanalysis.
Gallos ID, Shehmar M, Thangaratinam S, Papapostolou TK, Coomarasamy A, Gupta JK.
Am J Obstet Gynecol. 2010 Dec; 203(6):547:1-10 | β | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,944 | row_225944 | paper_10 | 0 | 1 | Β . ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΙΣ ΣΕ ΞΕΝΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΑ | 0.14-0.15 | - 1) Midtrimester amniotic fluid concentrations of angiogenic factors in relation to maternal, gestational and neonatal characteristics in normal pregnancies
Papapostolou T, Briana DD, Boutsikou M, Iavazzo C, Puchner KP, Gourgiotis D, Marmarinos A, Malamitsi-Puchner A.
-XXIII European Congress of Perinatal Medicine, Paris, France, 13-16/6/2012 - Oral
-11th World Congress in Fetal Medicine, Kos, Greece , 24-28/6/2012 - Poster | β | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,945 | row_225945 | paper_10 | 0 | 1 | 2) Deadly injuries in the regions of Hrakleion and Lasithi of Crete. | 0.15-0.15 | - T.Papapostolou, G. Delimpaltadakis
5th Congress of Trauma and Emergency Surgery, 16-21/2009, Athens, Greece - Oral | β | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,946 | row_225946 | paper_10 | 0 | 1 | 3) Difficult airway. | 0.15-0.16 | - T. Papapostolou, G. Delimpaltadakis
- 5th Congress of Trauma and Emergency Surgery, 16-21/2/2009, Athens, Greece - | β | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,947 | row_225947 | paper_10 | 0 | 0 | 4) Atypical endometrial hyperplasia: A correlation with pathological findings on | 0.16-0.16 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,948 | row_225948 | paper_10 | 0 | 1 | hysterectomy specimens | 0.16-0.16 | - T. Papapostolou, I. Gallos
13th World Congress of Gynaecological Endocrinology, 28/2-2/32008, Florence, Italy | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,949 | row_225949 | paper_10 | 0 | 0 | ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ | 0.16-0.17 | Καταρχήν , θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την επιβλέπουσα της διδακτορικής αυτής διατριβής , την Καθηγήτρια Παιδιατρικής και Νεογνολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ . Αριάδνη Μαλαμίτση -Πούχνερ . Θα ήθελα να της εκφράσω την απεριόριστη ευγνωμοσύνη μου στην για την ανεκτίμητη συμπαράσταση , καθοδήγηση και υπομονή που μου έδειξε από την αρχή του παρόντος έργου μέχρι και σήμερα . Η πολύτιμη συμβολή της ήταν και είναι καθοριστική στην ολοκλήρωση αυτής της διατριβής .
Θα ήθελα ακόμα να ευχαριστήσω θερμά τον Καθηγητή και Διευθυντή της Β' Μαιευτικής και Γυναικολογικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ . Γεώργιο Κρεατσά , που μου έδωσε την ευκαιρία να εκπονήσω αυτή τη διδακτορική διατριβή στην Κλινική του .
Επίσης , θέλω να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες στα υπόλοιπα μέλη της τριμελούς Εισηγητικής Επιτροπής :
Τον Καθηγητή Μαειυτικής -Γυναικολογίας Ν . Βιτωράτο και τον Αναπληρωτή Καθηγητή Δ . Χασιάκο .
Ευχαριστώ επίσης τον Καθηγητή κ . Δημήτριο Γουργιώτη , Διευθυντή των Ερευνητικών Εργαστηριών της Β ' Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών , όπου πραγματοποιήθηκε όλο το εργαστηριακό μέρος της μελέτης .
Επίσης , επιθυμώ να εκφράσω τις θερμές μου ευχαριστίες μου στην Παιδίατρο -Νεογνολόγο εκλεγμένη Επίκουρη Καθηγήτρια κ Δ . Μπριάνα , η οποία με τη μεγάλη εμπειρία της με βοήθησε στη δημοσίευση του άρθρου , που προήλθε από αυτή τη διατριβή , και μου έδωσε χρήσιμες συμβουλές για την συγγραφή της διδακτορικής διατριβής . Ευχαριστώ τέλος την Βιοστατιστικό -Ιατρό κ . Μαρία Μπούτσικου , για τη στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων της διατριβής . | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,950 | row_225950 | paper_10 | 0 | 0 | ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ | 0.17-0.17 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,951 | row_225951 | paper_10 | 0 | 0 | ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι | 0.17-0.17 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,952 | row_225952 | paper_10 | 0 | 0 | ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ | 0.17-0.18 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,953 | row_225953 | paper_10 | 0 | 0 | 1. ΟΡΙΣΜΟΣ -ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ | 0.18-0.18 | Η αγγειογένεση είναι ο σχηματισμός νέων αγγείων από προυπάρχοντα (1). Το αίμα , που ρέει μέσα στα αιμοφόρα αγγεία , μεταφέρει στους ιστούς το οξυγόνο και τα διάφορα θρεπτικά συστατικά , ενώ απάγει το διοξείδιο του άνθρακα και τα μεταβολικά προιόντα για να αποβληθούν . Παρόντα στο αίμα είναι πάντοτε τα κυτταρικά στοιχεία που συμβάλλουν στις λειτουργίες του .
Η αγγειογένεση παρατηρείται τόσο σε φυσιολογικές όσο και σε παθολογικές καταστάσεις . Οι πρώτες αφορούν στην ανάπτυξη του εμβρύου , στην επούλωση πληγών αλλά και στην έμμηνο ρύση κατά τον επανασχηματισμό του ενδομητρίου . Οι δεύτερες παρουσιάζονται σαν ανεξέλεγκτη και συνεχή αγγειογένεση σε πολλές παθολογικές καταστάσεις . Στην αρθρίτιδα για παράδειγμα , νέα αιμοφόρα τριχοειδή αγγεία εισβάλλουν στις αρθρώσεις και καταστρέφουν το χόνδρο . Στον σακχαρώδη διαβήτη , νεόπλαστα τριχοειδή αγγεία του αμφιβληστροειδούς θραύονται και αιμορραγούν προς το υαλώδες σώμα με συνέπεια την τύφλωση του ασθενούς . Η οφθαλμική αγγειογένεση είναι η πιο κοινή αιτία τύφλωσης και παρατηρείται σε περισσότερες από είκοσι οφθαλμικές νόσους (2). Στην ογκογένεση η αγγειογένεση παρατηρείται σε μεγάλο βαθμό (3). Άλλωστε , η αύξηση των όγκων προυποθέτει τη δημιουργία νέων τριχοειδών αιμοφόρων αγγείων . Τέλος και άλλες παθολογικές καταστάσεις όπως η αθηροσκλήρωση και η ψωρίαση εμπλέκουν την αγγειογένεση .
Η φυσιολογική αγγειογένεση διαρκεί περιορισμένο χρόνο , όπως μερικές ημέρες κατά τη διάρκεια του εμμήνου κύκλου ή μερικές εβδομάδες κατά την επούλωση πληγών . Αντίθετα , η παθολογική αγγειογένεση μπορεί να διαρκέσει χρόνια (3).
Τα αγγεία ανάλογα με τη δομή και λειτουργία τους διακρίνονται σε αρτηρίες , τριχοειδή και φλέβες . Υπάρχουν δύο τύποι δημιουργίας αγγείων : Η αγγειογένεση (angiogenesis) και η νεοαγγειογένεση (vasculogenesis). Η αγγειογένεση είναι η δημιουργία νέων αγγείων από προυπάρχοντα ενώ η νεοαγγειογένεση είναι ο de novo σχηματισμός αγγείων (1). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,954 | row_225954 | paper_10 | 0 | 0 | 2. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ | 0.18-0.19 | Όταν δημιουργηθεί το κυρίως αγγειακό πλέγμα μέσω της διαδικασίας της νεοαγγειογένεσης , τότε νέα τριχοειδή αγγεία μπορούν να δημιουργηθούν από τα προυπάρχοντα μέσω της διαδικασίας της αγγειογέννεσης . Οι δύο μηχανισμοί μέσω των οποίων μπορεί να γίνει η αγειογένεση είναι είτε η εκβλάστηση (sprouting) είτε η διάσπαση (splitting) των ήδη υπαρχόντων αγγείων . Η εκβλαστική αγγειογένεση είναι πιθανώς συνέπεια της υποξίας , καθώς ενεργοποιείται η έκφραση διαφόρων γονιδίων που συμμετέχουν στο σχηματισμό των αγγείων και την ωρίμανσή τους , όπως η συνθάση του μονοξειδίου του αζώτου (NO), ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF) και η αγγειοποιητίνη -2. Εξάλλου το χαμηλό pH, η μη φυσιολογική υδροστατική πίεση και οι καταστάσεις στρες είναι αιτίες που επηρεάζουν το σχηματισμό , την ωρίμανση και τη διαφοροποίηση μικρών και μεγάλων αγγείων στα πλαίσια φυσιολογικών διαδικασιών . Δεύτερος μηχανισμός είναι η διάσπαση διατριχοειδικών τμημάτων ( στηλών ) ή τμημάτων του εξωκυττάριου υλικού . Η διαδικασία παρατηρήθηκε για πρώτη φορά στον εμβρυικό πνεύμονα . Η αγγειογένεση με διάσπαση συντελείται με τον πολλαπλασιασμό των ενδοθηλιακών κυττάρων μέσα σε ένα αγγείο όπου και παράγεται ένας ευρύς αυλός . Στη συνέχεια ακολουθεί διάσπαση διατριχοειδικών τμημάτων ή σύντηξη του αυλού με προυπάρχοντα αγγεία και διάσπασή τους σε τριχοειδή (4,5,6,7). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,955 | row_225955 | paper_10 | 0 | 0 | 3. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΝΕΟΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ | 0.19-0.19 | Τα αιμοφόρα αγγεία σχηματίζονται από τα πρόδρομα κύτταρα των ενδοθηλιακών κυττάρων , τους αγγειοβλάστες . Η διαδικασία της νεοαγγειογένεσης λαμβάνει χώρα κατά την εμβρυική ανάπτυξη . Οι αγγειοβλάστες προέρχονται από το μεσόδερμα . Τα πρόδρομα αυτά κύτταρα μεταναστεύουν , διαφοροποιούνται και πολλαπλασιάζονται σε έναν ιστό σχηματίζοντας ένα αγγειακό πλέγμα . Στη συνέχεια , σχηματίζουν διαύλους , που λαμβάνουν την ακριβή τοποθεσία των μελλοντικών αγγείων . Από τη στιγμή που έχει διαμορφωθεί αυτός ο σχηματισμός , το ενδοθήλιο περιβάλλεται από βασική μεμβράνη , λεία μυικά κύτταρα και περικύτταρα και έτσι αποκτά τη μορφή των ώριμων αγγείων . Η διαδικασία της νεοαγγειογένεσης ελέγχεται από την οικογένεια του αυξητικού παράγοντα VEGF και των υποδοχέων του (8). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,956 | row_225956 | paper_10 | 0 | 1 | 4. ΣΤΑΔΙΑ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ | 0.19-0.20 | Η ενεργοποίηση των ενδοθηλιακών κυττάρων από αγγειογενετικό ερέθισμα προκαλεί την έναρξη μιας σειράς από μορφολογικά και βιοχημικά γεγονότα που οδηγούν στο σχηματισμό νέων αγγείων .
- 1) Αγγειοδιαστολή του υπάρχοντος αγγείου .
Το υπάρχον αγγείο από το οποίο θα γεννηθεί ένας νέος κλάδος ( νέο τριχοειδές ) είναι συνήθως ένα μικρό φλεβίδιο ή ένα ολοκληρωμένο τριχοειδές . Αυτό το αγγείο υφίσταται παρατεταμένη διαστολή πριν την έναρξη της διαδικασίας της αγγειογένεσης . Πιθανώς , με την αγγειοδιαστολή τα ενδοθηλιακά κύτταρα εκτείνονται με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ευαισθησία τους στους διάφορους παράγοντες ανάπτυξης (9). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,957 | row_225957 | paper_10 | 0 | 1 | 2) Αποδόμηση των βασικών μεμβρανών του υπάρχοντος αγγείου . | 0.20-0.21 | Ένας αγγειογενετικός παράγοντας όπως είναι οι αυξητικοί παράγοντες και οι κυτταροκίνες εκκρίνεται και δεσμεύεται σε ειδικούς υποδοχείς στην επιφάνεια των ενδοθηλιακών κυττάρων . Τα ενδοθηλιακά κύτταρα διεγειρόμενα από τα μόρια αυτά αυξάνουν την παραγωγή τους σε ενεργοποιητή του πλασμινογόνου και σε κολλαγενάσες . Ο πιθανός ρόλος του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου είναι να αναστείλει τη θρόμβωση στο νεοσχηματιζόμενο άκρο του τριχοειδούς πριν ολοκληρωθεί ο σχηματισμός του και πριν αρχίσει η ροή του αίματος . Επίσης , καταλύει τη μετατροπή του πλασμινογόνου σε πλασμίνη . Η πλασμίνη ενεργοποιεί την ανενεργό μορφή της κολλαγενάσης . Η κολλαγενάση με τη σειρά της αποδομεί τη βασική μεμβράνη του αγγειακού τοιχώματος . Στη διαδικασία της αγγειογένεσης συνεισφέρουν εκτός από τα ίδια τα πρωτεολυτικά ένζυμα και τα προιόντα αποδόμησης των βασικών μεμβρανών και του ινώδους πλέγματος . Η αυξημένη αγγειακή διαπερατότητα που χαρακτηρίζει αυτό το στάδιο έχει ως αποτέλεσμα το σχηματισμό ινώδους πλέγματος στον εξωαγγειακό χώρο (10).
- 3) Μετανάστευση των ενδοθηλιακών κυττάρων .
Μετά την τοπική αποδόμηση και τη δημιουργία οπών στη βασική μεμβράνη του υπάρχοντος αγγείου τα ενδοθηλιακά κύτταρα υπό την επίδραση αγγειογενετικού ερεθίσματος αυξάνουν τον αριθμό των οργανιδίων τους και σχηματίζουν προεξοχές στην επιφάνειά τους ( ψευδοπόδια ). Τα ενδοθηλιακά κύτταρα , που ελευθερώνονται από τις αποδομημένες βασικές μεμβράνες εκτίθενται στα κολλαγόνα τύπου Ι και ΙΙ , την ινονεκτίνη και τη βινκουλίνη , που είναι παράγοντες που σχετίζονται με τη μετανάστευση . Αυτή η διαδικασία αποτελεί παράδειγμα χημειοταξίας in vivo. Το ινώδες πλέγμα παίζει ρόλο στο σχηματισμό των νέων τριχοειδών διακλαδώσεων , ειδικά όταν η αγγειογένεση προκαλείται από φλεγμονώδη αίτια ή κατά την ανάπτυξη καρκινικού όγκου .
- 4) Πολλαπλασιασμός των ενδοθηλιακών κυττάρων και σχηματισμός αυλού .
Τα ενδοθηλιακά κύτταρα αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται και σχηματίζουν τον αυλό των νέων αγγείων .
- 5) Σχηματισμός της νέας βασικής μεμβράνης .
Το τελικό στάδιο κατά τη μεταλλαγή ενός εξελισσόμενου τριχοειδούς σε ένα ολοκληρωμένο τριχοειδές είναι η εναπόθεση της νέας βασικής μεμβράνης που παράγεται από τα ενδοθηλιακά κύτταρα . Η ινονεκτίνη είναι το πρώτο από τα συστατικά των βασικών μεμβρανών που εμφανίζεται , ενώ ακολουθεί η λαμινίνη και τελικά το κολλαγόνο τύπου Ι V(10).
- 6) Ενσωμάτωση περικυττάρων και λείων μυικών κυττάρων στο νέο τριχοειδές αγγείο .
Τα περικύτταρα συναθροίζονται και συνδέονται στενά στην επιφάνεια των νεοσχηματιζόμενων τριχοειδών . Τα περικύτταρα έλκονται προς τα ενδοθηλιακά κύτταρα από αυξητικούς παράγοντες που εκκρίνονται από το ενδοθήλιο . Τα περικύτταρα και τα λεία μυικά κύτταρα στηρίζουν δομικά τα νέα αγγεία .
- 7) Ωρίμανση των νέων αγγείων .
Οι άκρες παράλληλα αυξανόμενων τριχοειδικών διακλαδώσεων αναστομώνονται και σχηματίζουν κυκλικά τριχοειδή , μέσα στις οποίες αρχίζει να πραγματοποιείται η αιματική ροή . Τα κυκλικά αυτά τριχοειδή , καθώς επιμηκύνονται συγκλίνοντας προς το αγγειογενετικό ερέθισμα , είναι δυνατόν να αποτελέσουν την απαρχή νέων διακλαδώσεων . Η ωρίμανση των νέων αγγείων θα ολοκληρωθεί με την έναρξη της ροής του αίματος (11). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,958 | row_225958 | paper_10 | 0 | 0 | 5) ΡΟΛΟΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ | 0.21-0.22 | Η αγγείωση του ενήλικα προέρχεται από ένα δίκτυο αιμοφόρων αγγείων που αρχικά σχηματίζεται στο έμβρυο μέσω της νεοαγγειογένεσης όπου αγγεία σχηματίζονται de novo από ενδοθηλιακά πρόδρομα κύτταρα , τους αγγειοβλάστες (11). Οι αγγειοβλάστες πολλαπλασιάζονται και σχηματίζουν ένα πρωτογενές δίκτυο αγγείων , γνωστό σαν το τριχοειδές πρωτογενές πλέγμα . Αυτό χρησιμεύει για την έναρξη της διαδικασίας της αγγειογένεσης . Μετά το σχηματισμό του πρωτογενούς τριχοειδούς δικτύου , αυτό ανασχηματίζεται μέσω εκβλάστησης και διακλάδωσης νέων αγγείων από προυπάρχοντα στη διαδικασία της αγγειογένεσης .
Η φυσιολογική αγγειογένεση συμβαίνει ως επί των πλείστων στο έμβρυο , όπου εγκαθίσταται το πρωτογενές αγγειακό δέντρο καθώς και η κατάλληλη αγγείωση για τα αυξανόμενα και αναπτυσσόμενα όργανα (12).
Πολλοί παράγοντες επηρεάζουν την αγγειογένεση θετικά και αρνητικά . Ανάμεσα σ ' αυτούς είναι τα διαλυτά πολυπεπτίδια , αλληλεπιδράσεις μεταξύ κυττάρων και μεταξύ κυττάρων και στρώματος . Οι διαλυτοί αυξητικοί αγγειογενετικοί παράγοντες που μεσολαβούν στη δράση αυτών των ερεθισμάτων συνοψίζονται στη συνέχεια . | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,959 | row_225959 | paper_10 | 0 | 0 | 6. ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ -ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ | 0.22-0.22 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,960 | row_225960 | paper_10 | 0 | 1 | 6.1 ΑΓΓΕΙΑΚΟΣ ΕΝΔΟΘΗΛΙΑΚΟΣ ΑΥΞΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ (VEGF) ΠΛΑΚΟΥΝΤΙΑΚΟΣ ΑΥΞΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ( PlGF) | 0.22-0.24 | Ο πιο γνωστός αγγειογενετικός παράγοντας είναι ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF). Έχουν βρεθεί 6 ισομορφές του VEGF που αποτελούνται από 121,145,165,183,189 και 206 αμινοξέα αντίστοιχα . Ο VEGF165 είναι η πιο κοινά εκφραζόμενη μορφή (13).
Παρότι όλες οι ισομορφές παρουσιάζουν τις ίδιες βιολογικές ιδιότητες , οι VEGF121 και VEGF165 εκκρίνονται στο εξωκυττάριο περιβάλλον , ενώ οι VEGF189 και VEGF206 παραμένουν συνδεδεμένοι με το κύτταρο ή το στρώμα . Ο VEGF είναι μία διθειϊκή διμερική γυκοπρωτείνη με μοριακό βάρος 34-45 kDa, που χάνει την βιολογική του δραστηριότητα παρουσία κάποιων παραγόντων .
Ευρεία ποικιλία ανθρώπινων ιστών εκφράζει χαμηλά επίπεδα VEGF, ενώ υψηλά επίπεδα παράγονται όταν απαιτείται αγγειογένεση όπως στο έμβρυο , στον πλακούντα και στο ωχρό σωμάτιο καθώς και στην πλειονότητα των ανθρώπινων καρκινικών όγκων .
Πολλά μεσεγχυματικά και συνδετικά κύτταρα παράγουν τον VEGF (14). Ο VEGF δεσμεύεται με τουλάχιστον τρεις γνωστούς υποδοχείς , οι κινάσες τυροσίνης . Αυτοί είναι οι Flt-1 (VEGFR-1) (15), KDR/Flk-1 (VGEFR-2) (16), και Flt-4 (VEGR-3) (17).
Αρχικά , οι υποδοχείς του VEGF θεωρούνταν χαρακτηριστικοί των ενδοθηλιακών κυττάρων , αλλά πρόσφατα έχουν βρεθεί και σε άλλους φυσιολογικούς κυτταρικούς τύπους όπως στα αγγειακά λεία μυικά κύτταρα και στα μονοκύτταρα -μακροφάγα (18,19).
Ο υποδοχέας VEGFR-1 έχει τη μεγαλύτερη συγγένεια (affinity) για τον VEGF και εκφράζεται στο ενδοθήλιο καθώς και στα δερματικά τραύματα που επουλώνονται (20). Από την άλλη μεριά , ο VEGFR-2, με μικρότερη συγγένεια για τον VEGF μεσολαβεί στην ενδοθηλιακή κυτταρική μιτογένεση και χημειοταξία (21).
Ο VEGFR-3 εκφράζεται κυρίως στο λεμφικό ενδοθήλιο και φαίνεται πως εμπλέκεται στη διαδικασία της λεμφαγγειογένεσης (22).
Ο VEGF αυξάνει την ενδοθηλιακή κυτταρική διαπερατότητα των μικρών αιμοφόρων αγγείων στους κυκλοφορούντες μεταβολίτες . Η αυξημένη αγγειακή διαπερατότητα επιτρέπει την εξαγγείωση πρωτεϊνών του πλάσματος και τον σχηματισμό εξωκυττάριας ουσίας που ευνοεί την ενδοθηλιακή και κυτταρική στρωματική μετανάστευση (23). Επίσης , ο VEGF ερεθίζει την παραγωγή κολλαγενάσης στον ενδιάμεσο ιστό . Έτσι , δημιουργείται ένα ισορροπημένο σύστημα πρωτεόλυσης που μπορεί να ανασχηματίσει τα εξωκυττάρια στοιχεία που απαιτούνται για την αγγειογένεση . Ευνοεί τη μετανάστευση των ενδοθηλιακών κυττάρων in vitro (24), αρχικό βήμα στην διακλάδωση του ενδοθηλίου από την προυπάρχουσα αγγείωση . Ο VEGF καταστέλλει την ενδοθηλιακή κυτταρική απόπτωση και έτσι λειτουργεί σαν παράγοντας επιβίωσης (25).
Στον κερατοειδή , ο VEGF ανάγει την αύξηση τριχοειδών εκβλαστήσεων από προυπάρχοντα αιματικά αγγεία . Η παραγωγή του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα ρυθμίζεται από την τοπική συγκέντρωση του οξυγόνου (26). Ο VEGF ερεθίζει την αγγειογενετική διαδικασία μέσω των διαφόρων δράσεων στα ενδοθηλιακά κύτταρα , αλλά και συμβάλλει στην αγγειογένεση σε συνθήκες χαμηλών συγκεντρώσεων οξυγόνου . Ο ίδιος αυτός μηχανισμός παρουσιάζεται σε παθολογικές καταστάσεις που συνδέονται με την αγγειογένεση .
Άλλοι παράγοντες που συνδέονται με τον VEGF δεσμεύουν τους υποδοχείς του . Για παράδειγμα , ο πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας (PlGF), που είναι ομόλογος κατά 53% ως προς τα αμινοξέα με τον VEGF, δεσμεύει τον VEGFR-1. Σε φυσιολογικές συνθήκες , ο PlGF εκφράζεται κυρίως στον πλακούντα (27).
Ο VEGF-B είναι ένας αυξητικός παράγοντας που είναι ομόλογος κατά 43% με τον VEGF164 και 30% με τον PlGF. Εκφράζεται κυρίως στο μυικό ιστό και λιγότερο σε άλλους ιστούς όπως στον εγκέφαλο , τον πνεύμονα και τον νεφρό (28).
Οι VEGF-C, VEGF-D δεσμεύουν και ενεργοποιούν τους υποδοχείς VEGFR-2 και VEGFR-3 και έχουν μιτογόνο δράση για τα ενδοθηλιακά κύτταρα in vitro.
- Ο δεύτερος σημαντικός αγγειογενετικός παράγοντας που όπως αναφέρθηκε είναι ομόλογος κατά 53% του VEGF, ο PlGF παίζει σημαντικό ρόλο στην πλακουντιακή αγγειογένεση . Είναι μία διμερής πρωτείνη της οποίας τα μονομερή συνδέονται με διθειϊκούς δεσμούς . Στον πλακούντα εκφράζεται τόσο στη λαχνική συγκιτιοτροφοβλάστη όσο και στην μέση στοιβάδα των αρχέγονων αγγείων . Ο PlGF έχει επίσης ανιχνευθεί και σε άλλους ιστούς όπως στην καρδιά , στον πνεύμονα , στους μύες και στον λιπώδη ιστό (29).
Φαίνεται πως επιδρά πρωτογενώς στα τροφοβλαστικά κύτταρα που εκφράζουν τον VEGFR-1. Έχει φανεί πως δεν επηρεάζει σημαντικά την κυτταρική χημειοταξία και τον πολλαπλασιαμό . Όπως και ο VEGF ο PlGF είναι σημαντικός για την εμβρυική ανάπτυξη και την πλακουντιακή αύξηση . Ο PlGF ωστόσο δεσμεύει μόνο τον VEGFR-1 και όχι τον VEGFR-2 όπως ο VEGF, οδηγώντας σε μη διακλαδωτική αγγειογένεση . Ο PlGF φαίνεται πως εμπλέκεται στο σχηματισμό των τελικών , επιμηκυσμένων τριχοειδών στο τρίτο τρίμηνο κύησης σε αντίθεση με τον VEGF που παρουσιάζεται κυρίως στα πρώτα δύο τρίμηνα κύησης .
Η σημασία του παράγοντα αυτού είναι μεγάλη στην προεκλαμψία καθώς και στην ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση . Ο PlGF είναι μία ισχυρή αγγειοδιασταλτική ουσία που αυξάνει τη διάμετρο των υπάρχοντων αρτηριών , όπως και το ΝΟ . Στο ενδοθήλιο , ο PlGF προάγει την παραγωγή του ΝΟ . Στη φυσιολογική κύηση , η έκφραση του υποδοχέα VEGFR-1 (s-Flt-1) αυξάνεται με αποτέλεσμα την αυξανόμενη ευαισθησία του PlGF σαν αγγειοδιασταλτική ουσία . Αυτή οδηγεί σε αυξημένη μητροπλακουντική κυκλοφορία , απαραίτητη στην εξέλιξη της φυσιολογικής κύησης (30). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,961 | row_225961 | paper_10 | 0 | 0 | 6.2 ΙΝΟΒΛΑΣΤΙΚΟΣ ΑΥΞΗΤΙΚΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ (FGF) | 0.24-0.25 | Οι ινοβλαστικοί αυξητικοί παράγοντες bFGF και aFGF είναι πολυπεπτίδια που είναι μέλη μιας μεγάλης οικογένειας αυξητικών ρυθμιστών που παίζουν ρόλο στη φυσιολογική αγγειογένεση . Ο aFGF ήταν ο πρώτος που βρέθηκε πως συνδέεται με την αγγειογένεση . Όπως και ο VEGF δημιουργούν συνθήκες στα ενδοθηλιακά κύτταρα in vitro απαραίτητες στην αγγειογένεση . Προάγουν τον ενδοθηλιακό κυτταρικό πολλαπλασιασμό και μετανάστευση καθώς και την παραγωγή του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου και της κολλαγενάσης (31,32) . Ο FGF διεγείρει τον πολλαπλασιαμό των κυττάρων που προέρχονται από το εμβρυικό μεσόδερμα και νευροεκτόδερμα , συμπεριλαμβανομένων των περικυττάρων , των χονδροκυττάρων και των οστεοβλαστών .
Ο FGF απελευθερώνεται σε περιπτώσεις τραυματισμού και πιθανώς να παίζει ρόλο στην τοπική διορθωτική αγγειογένεση όπου απελευθερώνεται στην εξωκυττάρια ουσία .
Φαίνεται λοιπόν πως δεν παίζει ένα γενικότερο ρόλο στην αγγειογενετική διαδικασία αλλά είναι απαραίτητος για τον αγγειακό ανασχηματισμό που συνδέεται με την επούλωση του ιστού . | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,962 | row_225962 | paper_10 | 0 | 0 | 6.3 ΟΙ ΑΓΓΕΙΟΠΟΙΗΤΙΝΕΣ | 0.25-0.25 | Οι αγγειοποιητίνες (Ang-1, Ang-2) εμπλέκονται στο σχηματισμό της αγγείωσης κατά την νεοαγγειογένεση . Και οι δύο είναι συνδέτες (ligands) του Tie2 υποδοχέα (tyrosine kinase υποδοχέα που εκφράζεται στα ενδοθηλιακά και τα αιμοποιητικά κύτταρα ). Οι αγγειοποιητίνες εμπλέκονται στην σταθεροποίηση και στην αναδόμηση του πρωτογενούς τριχοειδούς πλέγματος και είναι υπεύθυνες για την επιβίωση των ενδοθηλιακών κυττάρων (32,33,34).
Η αγγειοποιητίνη 1 φαίνεται να εκφράζεται τόσο στην κυτταροτροφοβλάστη όσο και στην συγκυτιοτροφοβλάστη , ενώ η αγγειοποιητίνη 2 και ο Tie2 εκφράζονται στην κυτταροτροφοβλάστη . | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,963 | row_225963 | paper_10 | 0 | 1 | 6.4 ΑΛΛΟΙ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΤΙΚΟΙ ΑΥΞΗΤΙΚΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΧΕΙΣ | 0.25-0.26 | - Ο ινσουλινικός αυξητικός παράγοντας (IGF) είναι σημαντικός για την ανάπτυξη του ενδομητρίου κατά τον εμμηνορυσιακό κύκλο και στη διαδικασία της εμφύτευσης (35).
- Οι παράγοντες IGF και οι πρωτείνες δέσμευσής τους έχουν μιτογόνο , αντιαποπτωτική και πιθανώς αγγειογενετική ιδιότητα .
Άλλοι αυξητικοί παράγοντες όπως ο παράγοντας νέκρωσης των όγκων (TNFα ), ο επιδερμικός αυξητικός παράγοντας (EGF) και ο transforming growth factor-a (TGFα ) έχουν επίσης αγγειογενετικές ιδιότητες .
- Ο TNFα εκκρίνεται κυρίως από ενεργοποιημένα μακροφάγα και κάποια καρκινικά κύτταρα και παρότι εμπλέκεται στη διαδικασία της φλεγμονής , μοιράζεται πολλές ιδιότητες με τον TGFβ (36). Και οι δύο προάγουν την αγγειογένεση invivo και καταστέλλουν την ενδοθηλιακή κυτταρική αύξηση . | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,964 | row_225964 | paper_10 | 0 | 0 | 7. ΕΙΔΗ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ | 0.26-0.27 | Οι δύο βασικοί τύποι αγγειογένεσης είναι η εκβλαστική (sprouting) αγγειογένεση και η αγγειογένεση με εγκολεασμό (intussusceptive).
Η εκβλαστική αγγειογένεση και η αγγειογένεση με εγκολεασμό συμβαίνουν τόσο στην ενδομήτριο ζωή όσο και στον ενήλικα . Η εκβλαστική αγγειογένεση είναι καλύτερα κατανοητή . Η αγγειογένεση με εγκολεασμό ανακαλύφθηκε από τον Burri (37,38) πριν δύο δεκαετίες περίπου .
Η εκβλαστική αγγειογένεση χαρακτηρίζεται από εκβλαστήσεις που συντίθενται από ενδοθηλιακά κύτταρα που συνήθως αυξάνονται σε απάντηση ενός αγγειογενετικού ερεθίσματος όπως του VEGF-A. Έτσι , η εκβλαστική αγγειογένεση μπορεί να προσθέσει αιμοφόρα αγγεία σε τμήματα ιστών όπου αυτά απουσιάζουν .
Από την άλλη μεριά , η αγγειογένεση με εγκολεασμό χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό αιμοφόρων αγγείων μέσω μίας διαδικασίας διάσπασης στην οποία στοιχεία των ενδιάμεσων ιστών εισβάλλουν στα προυπάρχοντα αγγεία , σχηματίζοντας διαγγειακούς πυλώνες ιστού που επεκτείνονται . Και οι δυο τύποι αγγειογένεσης συμβαίνουν σε όλους τους ιστούς και τα όργανα . | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,965 | row_225965 | paper_10 | 0 | 0 | 7.1 ΕΚΒΛΑΣΤΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ | 0.27-0.27 | Τα βασικά στάδια της εκβλαστικής αγγειογένεσης περιλαμβάνουν ενζυμική αποδόμηση της τριχοειδούς βασικής μεμβράνης , πολλαπλασιασμό των ενδοθηλιακών κυττάρων , συνένωση και « κλάδεμα » αγγείων (pruning of vessels) και σταθεροποίηση των περικυττάρων . Η εκβλαστική αγγειογένεση ξεκινά σε ιστούς με μειωμένη αιμάτωση οπότε τα επίπεδα υποξίας απαιτούν το σχηματισμό νέων αιμοφόρων αγγείων για να ικανοποιηθούν οι μεταβολικές ανάγκες των παρεγχυματικών κυττάρων . Οι περισσότεροι τύποι παρεγχυματικών κυττάρων ( μονοκύτταρα , ηπατοκύτταρα , νευρώνες , αστροκύτταρα ) απαντούν σε υποξικό περιβάλλον , εκκρίνοντας τον προαγγειογενετικό αυξητικό παράγοντα VEGF-A.
Η διαδικασία της εκβλαστικής αγγειογένεσης περιλαμβάνει μερικά αλληλοδιάδοχα στάδια . Η καρκινική αγγειογένεση αρχίζει με την ενεργοποίηση των ενδοθηλιακών κυττάρων μέσω ειδικών αυξητικών παραγόντων που δεσμεύονται στους υποδοχείς τους . Έτσι , η εξωκυττάρια ουσία και η βασική μεμβράνη , που περικλείουν τα ενδοθηλιακά κύτταρα , αποδομούνται τοπικά από ενεργοποιημένες πρωτεάσες . Αυτό επιτρέπει στα ενδοθηλιακά κύτταρα να εισβάλλουν στην περιβάλλουσα ουσία και ακολούθως να πολλαπλασιαστούν και να μεταναστεύσουν μέσω αυτής . Με την ευθυγράμμιση (polarization) των ενδοθηλιακών κυττάρων που μεταναστεύουν δημιουργείται ένας αυλός και έτσι σχηματίζεται το ανώριμο αιμοφόρο αγγείο . Η σταθεροποίηση των αιμοφόρων αγγείων ολοκληρώνεται με την πρόσληψη τοιχωματικών κυττάρων και δημιουργία εξωκυττάριας ουσίας . Η αγγειογενετική αυτή διαδικασία ελέγχεται στενά από θετικούς και αρνητικούς ρυθμιστές , η ισορροπία των οποίων καθορίζει το επίπεδο της συνεχιζόμενης αγγειογένεσης (39,40). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,966 | row_225966 | paper_10 | 0 | 0 | 7.2 Η ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ ΜΕ ΕΓΚΟΛΕΑΣΜΟ | 0.27-0.28 | Αυτού του είδους η αγγειογένεση λέγεται επίσης διασπαστική επειδή το αγγειακό τοίχωμα εκτείνεται στον αυλό προκαλώντας ένα απλό αγγείο να διασπαστεί σε δύο . Αυτός ο τύπος αγγειογένεσης είναι ταχύς και επαρκής σε σχέση με την εκβλαστική αγγειογένεση επειδή αρχικά απαιτεί επανοργάνωση των προυπαρχόντων ενδοθηλιακών κυττάρων και δε βασίζεται σε άμεσο ενδοθηλιακό πολλαπλασιασμό ή μετανάστευση . Η αγγειογένεση με εγκολεασμό συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ζωής αλλά παίζει σημαντικό ρόλο στην αγγειακή ανάπτυξη σε έμβρυα όπου η αύξηση είναι ταχεία (41,42).
Αυτό το είδος αγγειογένεσης ανακαλύφθηκε στους πνεύμονες ποντικών και ανθρώπων , αλλά και σε πολλούς άλλους ιστούς και όργανα , κυρίως σε τριχοειδή δίκτυα όπως στον χοριοειδή χιτώνα του οφθαλμού , στον εντερικό βλεννογόνο , στον νεφρό , στην ωοθήκη και στη μήτρα (43).
Επίσης , συμβαίνει στον σκελετικό μυ , στην καρδιά και στον εγκέφαλο . Εκτός από τη σημασία της στο σχηματισμό νέων τριχοειδικών δομών , παίζει ρόλο στο σχηματισμό αρτηριακών και φλεβικών αναστομόσεων .
Το μηχανικό στρες που συνδέεται με αύξηση της αιματικής ροής , μπορεί να προκαλέσει ενεργοποίηση της αγγειογένεσης με εγκολεασμό σε κάποιες περιοχές της κυκλοφορίας . | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,967 | row_225967 | paper_10 | 0 | 1 | 8. H ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ ΣΕ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ | 0.28-0.30 | Η παθολογική αγγειογένεση συνδυάζεται συνήθως με τον καρκίνο και εξελίσσεται χρονίως σε αντίθεση με τη φυσιολογική , που αναστέλλεται σε χρονικό διάστημα ημερών ή και εβδομάδων . Τα τελευταία χρόνια έχει αναγνωριστεί ως καθοριστικής σημασίας παράγοντας στους μηχανισμούς διηθητικής επέκτασης και υποστροφής των κακοήθων όγκων , με σαφή προγνωστική αξία στον καθορισμό της βιολογικής συμπεριφοράς όχι μόνο του πρωτοπαθούς όγκου αλλά και των μεταστάσεών του (44). Ο σχηματισμός νέων αγγείων στην περιοχή του πρωτοπαθούς όγκου προάγει τη μεταστατική του ικανότητα , αυξάνοντας την πιθανότητα επέκτασης των καρκινικών κυττάρων μέσα στον αυλό των αγγείων . Αυτό επιτυγχάνεται με την αυξημένη πυκνότητα του αγγειακού δικτύου της περιοχής , αλλά και με το σχηματισμό αγγείων με λεπτή βασική μεμβράνη και χαλαρή συνοχή των ενδοθηλιακών κυττάρων (45).
- Ο αριθμός των καρκινικών κυττάρων που εισέρχονται στο αίμα μέσω των νεόπλαστων αυτών αγγείων έχει αποδειχτεί ότι σχετίζεται άμεσα με τη μεταστατική ικανότητα του όγκου .
Το δίκτυο των νεόπλαστων αγγείων ενός πρωτοπαθούς κακοήθους όγκου μπορεί να συνεχίζει να αναπτύσσεται πέραν ενός συγκεκριμένου μεγέθους του όγκου που του εξασφαλίζει ιδανικές συνθήκες προσφοράς αίματος . Έτσι , η αγγειογένεση και κατά συνέπεια η μεταστατική δυνατότητα του καρκίνου προάγεται , ενώ το μέγεθος του όγκου παραμένει σταθερό .
Η ενδογλίνη , ένας υποδοχέας του παράγοντα TGFβ εκφράζεται σε ενδοθήλια νεόπλαστων αγγείων ενώ απουσιάζει σε ενδοθήλια ώριμων ή προυπαρχόντων αγγείων και ενισχύει την προγνωστική σημασία της αγγειογένεσης στον ανθρώπινο καρκίνο .
Σήμερα , είναι γνωστές 14 πρωτείνες που προάγουν την αγγειογένεση , σημαντικότερες των οποίων για τον ανθρώπινο καρκίνο θεωρούνται εκείνες της οικογένειας του βασικού ινοβλαστικού αυξητικού παράγοντα (basic fibroblast growth factor) και του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα (VGEF) (46). Στη συνέχεια , ανακαλύφθηκαν αναστολείς της αγγειογένεσης , ουσίες εξωγενείς ή ενδογενείς , που αναστέλλουν την ανάπτυξη των νέων αγγείων και που έχουν χρησιμοποιηθεί σε ερευνητικά πρωτόκολλα για τη θεραπεία καρκίνων και των μεταστάσεων τους σε πειραματόζωα και σε ανθρώπους ( ενδοστατίνη , θαλιδομίδη , ιντερφερόνη -α , αγγειοστατίνη , TNP-470) (47).
Διάφορα σήματα που ενεργοποιούν αυτή την διαδικασία έχουν ανακαλυφθεί , όπως το μεταβολικό στρες ( π . χ . χαμηλή μερική πίεση οξυγόνου , χαμηλό pH και υπογλυκαιμία ), μηχανικό στρες , φλεγμονώδεις διεργασίες και γενετικές μεταλλάξεις ( π . χ . ενεργοποίηση ογκογονιδίων ή αφαίρεση ογκοκατασταλτικών γονιδίων ) που ελέγχουν την παραγωγή ρυθμιστών αγγειογένεσης .
Τα καρκινικά αγγεία αναπτύσσονται με εκβλάστηση ή εγκολεασμό από προυπάρχοντα αγγεία . Τα καρκινικά αγγεία δεν έχουν προστατευτικούς μηχανισμούς που τα φυσιολογικά αγγεία αποκτούν κατά την αύξηση .
Τα ενδοθηλιακά κύτταρα των αγγείων αυτών είναι ανώμαλα σε σχήμα μέσα στον αυλό . Η αγγειακή διαπερατότητα και η αγγειογένεση εξαρτώνται από τον τύπο του καρκίνου και το όργανο όπου ο όγκος αυξάνεται , διότι το κάθε όργανο έχει διαφορετικά κύτταρα στρώματος που παράγουν διαφορετικά προ και αντιαγγειογενετικά μόρια (48).
Όγκοι χαμηλής διαπερατότητας δύναται να υπερεκφράσουν αγγειογενίνη 1 ή να υποεκφράσουν τους VEGF και PlGF.
Η αγγειογένεση μπορεί να αφορά και μη νεοπλαστικές παθήσεις . Σε άλλες ασθένειες , τα αγγεία δεν αυξάνονται αλλά ανασχηματίζονται . Η υποξία και η φλεγμονή συμβάλλουν στην αγγειογένεση σε μη νεοπλαστικές ασθένειες . Η υποξία είναι ένα ισχυρό ερέθισμα για αγγειογένεση σε διάφορες παθήσεις . Η ανώμαλη εναπόθεση εξωκυττάριας ουσίας ή η αγγειακή απόφραξη παρεμποδίζει την απελευθέρωση οξυγόνου και προκαλεί υποξία στο διαβήτη , στη νόσο Alzheimer και στο άσθμα .
Η υποξία ενεργοποιεί υποξικούς μεταγραφικούς παράγοντες που προάγουν την έκφραση αγγειογενετικών παραγόντων όπως ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας , ο αυξητικός παράγοντας των αιμοπεταλίων , η αγγειοποιητίνη -2 και άλλοι . Η αγγειογένεση όμως λόγω υποξίας διασώζει το ισχαιμικό μυοκάρδιο και παρατείνει την επιβίωση ασθενών με εγκεφαλικά επεισόδια . Παρ'όλα αυτά , δύναται να προκαλέσει τύφλωση σε πρόωρα νεογέννητα και σε διαβητικούς ασθενείς και αιμορραγική ρήξη αθηρωματικών πλακών . Η υποξία μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αγγειακό ανασχηματισμό , που οφείλεται σε ανισορροπία μεταξύ αγγειοδιασταλτικών ( μονοξείδιο του αζώτου ) και αγγειοσυσπαστικών ουσιών ( ενδοθηλίνη 1) (48).
Η αγγειογένεση έχει επίσης παρατηρηθεί στην παχυσαρκία και φαίνεται πως συμβάλλει στην εναπόθεση λίπους σε παχύσαρκα άτομα . Τα προλιποκύτταρα μεταναστεύουν σε εστίες νεοαγγείωσης και ο λιπώδης ιστός είναι σημαντικά αγγειοβριθής . Οι VEGF, FGF ( προάγεται από την ινσουλίνη ) και η λεπτίνη υποβοηθούν την αγγειογένεση στον λιπώδη ιστό (49).
Η πιθανότητα χρήσης αντιαγγειογενετικών παραγόντων για τη θεραπεία παχύσαρκων ασθενών είναι προς έρευνα .
Παθολογική αγγειογενετική διαδικασία έχει παρατηρηθεί και στο σύνδρομο υπερδιέγερσης των ωοθηκών . Το σύνδρομο της υπερδιέγερσης των ωοθηκών στη σοβαρή του μορφή σε μη εγκυμονούσες γυναίκες αλλά και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνδέεται με ψηλές συγκεντρώσεις στον ορό του ελεύθερου VEGF. Ασθενείς με σύνδρομο υπερδιέγερσης ωοθηκών έχουν υψηλές συγκεντρώσεις του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα και διαταραχές μεταξύ του VEGF και των υποδοχέων του . Οι συγκεντρώσεις των VEGF, VEGFR-1 στο πλάσμα των μητέρων μπορούν να καθορίσουν τη σοβαρότητα του συνδρόμου υπερδιέγερσης ωοθηκών . Η χορήγηση χοριακής γοναδοτροφίνης σε εγκύμονα ποντίκια αυξάνει την ωοθηκική παραγωγή του VEGF και την αγγειακή διαπερατότητα , που οδηγεί σε σοβαρό οίδημα , ασκίτη και υπεζωκωτική συλλογή σε ασθενείς με σύνδρομο σοβαρής υπερδιέγερσης ωοθηκών (50). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,968 | row_225968 | paper_10 | 0 | 0 | 9. ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ -ΜΙΑ ΣΥΝΤΟΜΗ ΣΥΓΚΡΙΣΗ | 0.30-0.31 | Η φυσιολογική αγγειογένεση είναι ρυθμιζόμενη σε αντίθεση με την καρκινική που χαρακτηρίζεται από αρρύθμιστη νεοαγγειογένεση . Η γνώση των μοριακών διαφορών για τη θεραπεία των ασθενειών που σχετίζονται με την αγγειογένεση , όπως η αντικαρκινική θεραπεία , είναι σημαντική . Η αλλαγή της αγγειογένεσης ρυθμίζεται από τη μεταβολή στην τοπική ισορροπία μεταξύ αγγειογενετικών παραγόντων και των καταστολέων τους (51).
Υπάρχει σημαντικός συσχετισμός μεταξύ του βαθμού αγγείωσης ενός καρκίνου και της έκφρασης του VEGF. Επίσης , οι VEGFR-1, 2 mRNA υπερεκφράζονται στα ενδοθηλιακά κύτταρα και συνδέονται με καρκίνο . Υψηλά επίπεδα του FGF έχουν αναφερθεί σε διάφορους καρκινικούς όγκους (52).
Σημαντικός αριθμός ογκογονιδίων και ογκοκατασταλτικών γονιδίων εκφράζονται διαφορετικά σε διάφορους όγκους και παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της αγγειογένεσης . Τα ογκογονίδια είναι γονίδια των οποίων τα παράγωγα ( πχ . αυξητικοί παράγοντες , υποδοχείς αυξητικών παραγόντων , μεταγραφικοί παράγοντες ) έχουν την ικανότητα να επηρεάζουν λειτουργίες ευθέως ή πλαγίως σε σχέση με την κυτταρική αύξηση και να μετατρέπουν ευκαρυωτικά κύτταρα σε καρκινικά .
Τα αγγεία στον καρκίνο διαφέρουν σε πολλά σημεία από τα φυσιολογικά αγγεία . Γενικά , η καρκινική αγγείωση είναι κακώς διαφοροποιημένη , λόγω της ταχείας αύξησης και ανάπτυξης . Τα ενδοθηλιακά κύτταρα είναι πιο πλατιά , και ανώμαλα σε σχήμα και υπάρχουν λιγότερα κύτταρα στη διατομή των αγγείων . Οι βασικές μεμβράνες αυτών των αγγείων είναι συχνά ασυνεχείς , ενώ περικύτταρα , λεία μυικά κύτταρα και νεύρωση απουσιάζουν .
Αυτές οι μορφολογικές αλλαγές συμβάλλουν στις λειτουργικές διαφορές και οδηγούν σε αύξηση της μικροαγγειακής διαπερατότητας που οδηγεί σε μειωμένη ταχύτητα ροής , βοηθώντας στην καρκινική αύξηση και στη μετάσταση (53). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,969 | row_225969 | paper_10 | 0 | 0 | 10. Η ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ ΣΤΟΝ ΕΜΜΗΝΟΡΥΣΙΑΚΟ ΚΥΚΛΟ | 0.31-0.32 | Η αγγειογένεση είναι πολύ σημαντική στον εμμηνορρυσιακό κύκλο . Το ενδομήτριο με την αυξομείωση των ωοθηκικών ορμονών στο αίμα παχύνεται αλλά και αποδομείται κατά τη διάρκεια του κύκλου . Αυτό επιτυγχάνεται με τη δημιουργία νεόπλαστων αγγείων .
Κατά τη φάση της εμμηνορρυσίας παρατηρείται αγγειογένεση στο βασικό στρώμα του ενδομητρίου , ενώ ειδικότερα κατά την παραγωγική και πρώιμη εκκριτική φάση η αγγειογένεση λαμβάνει χώρα και στο λειτουργικό ενδομήτριο (54). Ακόμα και η δημιουργία του ωχρού σωματίου στην ωοθήκη συνοδεύεται από σημαντική αγγειογένεση (55). Ειδικότερα με την αγγειογένεση του ενδομητρίου κατά τον εμμηνορρυσιακό κύκλο παρατηρούνται τρία στάδια : Κατά την εμμηνορρυσία η αγγειογένεση διορθώνει την αγγειακή κοίτη . Κατά την παραγωγική φάση η ταχεία αύξηση του πάχους του ενδομητρίου συνοδεύεται από δημιουργία αγγείων τα οποία και προσκομίζουν τα υλικά για την υπερπλασία του ενδομητρίου . Τέλος , κατά την εκκριτική φάση η αγγειογένεση συνεχίζεται και μετατρέπει τα ευθεία τριχοειδή αρτηρίδια σε εσπειραμένα (56). Η αγγειακή επιμήκυνση είναι σημαντικός αγγειογενετικός μηχανισμός κατά την παραγωγική φάση . Το ενδομήτριο συνθέτει όλα τα μέλη της οικογένειας του VEGF-A και τα επίπεδα του μεταβάλλονται ανάλογα με τη φάση του κύκλου . Στην παραγωγική φάση ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας εντοπίζεται στα ενδοθηλιακά κύτταρα .
Περιληπτικά , η παραγωγική φάση συνοδεύεται από πάχυνση του λειτουργικού ενδομητρίου , η εκκριτική από ωρίμανση και η μετεμμηνορρυσιακή από διόρθωση του βασικού στρώματος που παρέμεινε .
Με αυτά τα δεδομένα ο Nardo υπέθεσε πως τα επίπεδα των κυκλοφορούντων αγγειογενετικών παραγόντων μεταβάλλονται κατά κυκλικό τρόπο (57).
Σε παθολογικές καταστάσεις , π . χ . φλεγμονές του ενδομητρίου η αγγειογένεση δημιουργεί ανώμαλα μορφολογικά αγγεία με αυξημένη διαπερατότητα που έχουν σαν κλινικό σύμπτωμα τις μητρορραγίες . | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,970 | row_225970 | paper_10 | 0 | 0 | 11. Η ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ ΤΟΥ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΜΕΤΕΜΦΥΤΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ | 0.32-0.33 | Η αγγειογένεση είναι απαραίτητη για την εμφύτευση του εμβρύου . Ο VEGF και οι υποδοχείς του αυξάνονται σημαντικά κατά την περίοδο μετά την ωορρηξία και την περιεμφυτευτική περίοδο (58). Φαίνεται πως η έκφραση του VEGF ρυθμίζεται στα πρώιμα στάδια της εμφύτευσης .
Η έναρξη της αγγειογένεσης ξεκινά νωρίς κατά την εμφύτευση και υποστηρίζεται από αγγειογενετικά μόρια . Το φθαρτοποιημένο ενδομήτριο είναι απαραίτητο για την εμφύτευση του αναπτυσσόμενου εμβρύου και για την διατήρηση της εγκυμοσύνης . Ανώμαλη έκφραση των υποδοχέων του VEGF μπορεί να προκαλέσει το θάνατο του εμβρύου (59).
Ο VEGF προωθεί τη μητρική αγγειακή διαπερατότητα και διαστολή και συμβάλλει στην εμφύτευση . Διακοπή της ισορροπίας μεταξύ αγγειογενετικών παραγόντων και των αναστολέων τους τη στιγμή της εμφύτευσης , ίσως να οδηγήσουν σε αποβολή πρώτου τριμήνου , ή ελλειματική πλακουντοποίηση με αυξημένη πιθανότητα ανωμαλιών στην εγκυμοσύνη .
Η ανάπτυξη του πλακουντικού αγγειακού δικτύου είναι απαραίτητη για την αύξηση και τη διατήρηση του αναπτυσσόμενου εμβρύου . Διάφοροι παράγοντες εμπλέκονται σ ' αυτή τη διαδικασία , όπως ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF), ο PDGF (Platelet-derived growth factor) και ο PAF (Platelet-activating factor). Ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας συμβάλλει στην αγγειογένεση και εκφράζεται τόσο στο ενδομήτριο όσο και στα τροφοβλαστικά κύτταρα . Η έκφραση του VEGF mRNA μπορεί να ανιχνευθεί στο στάδιο της βλαστοκύστης , επιτρέποντας στο εμφυτευόμενο έμβρυο να προκαλέσει αγγειογένεση στο σημείο εμφύτευσης μέσω της σύνδεσης με ενδομητριακούς υποδοχείς . Διαταραχές της ισορροπίας μεταξύ αγγειογενετικών παραγόντων και των αναστολέων τους κατά τη στιγμή της εμφύτευσης ίσως οδηγήσει σε αποβολές πρώτου τριμήνου ή διαφορετικά παθολογική πλακουντοποίηση και αυξημένη πιθανότητα παθολογικής κύησης (60). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,971 | row_225971 | paper_10 | 0 | 0 | 12. ΟΡΜΟΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΑΚΗΣ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ | 0.33-0.33 | Η αύξηση και διαφοροποίηση του ενδομητρίου ελέγχεται από τα οιστρογόνα και την προγεστερόνη . Το ενδομήτριο υποχωρεί μετά την άρση της δράσης των ορμονών κατά το τέλος της εκκριτικής φάσης αποδεικνύοντας πως η αγγειογένεση που απαιτείται για την διόρθωση του αγγειακού στρώματος μπορεί να συμβεί απουσία στεροειδών ορμονών .
Η χοριακή γοναδοτροφίνη παίζει άμεσο ρόλο στην εμφύτευση και πλακουντοποίηση . Προάγει την έκφραση του VEGF και εμμέσως προκαλεί αυξημένη αγγειογένεση (61). T α οιστρογόνα προάγουν την αγγειογένεση δρώντας άμεσα στα ενδοθηλιακά
Η χορήγηση hCG σε γυναίκες που υφίστανται εξωσωματική γονιμοποίηση αυξάνει τη συγκέντρωση του VEGF στα ούρα καθώς και στον ορό και στο ωοθηλακικό υγρό . Τόσο τα οιστρογόνα όσο και η προγεστερόνη προάγουν την έκφραση του VEGF στα κύτταρα του στρώματος του ενδομητρίου . Τα οιστρογόνα προωθούν την αγγειακή διαπερατότητα και προάγουν την αγγειογένεση ενώ η προγεστερόνη προάγει την αγγειογένεση με μικρές δράσεις στην αγγειακή διαπερατότητα . | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,972 | row_225972 | paper_10 | 0 | 0 | 13. Η ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗ | 0.34-0.35 | Στις πλακουντικές λάχνες η αγγειογένεση πραγματοποιείται παρουσία ενός βαθμού οξυγόνωσης που εκτείνεται από τη μητρική κυκλοφορία μέσω των τροφοβλαστικών λαχνών και της αναπτυσσόμενης εμβρυϊκής κυκλοφορίας ( που λαμβάνει οξυγόνο και θρεπτικές ουσίες από τις λάχνες ) στο αναπτυσσόμενο έμβρυο .
Η σύνδεση μεταξύ των αναπτυσσόμενων τριχοειδών και του εμβρυϊκού κυκλοφορικού συστήματος εγκαθίσταται περίπου την 32 η ημέρα μετά τη σύλληψη . Απ ' αυτό το σημείο και μετά , το ανώριμο μεσολαχνικό αγγειακό στρώμα πραγματοποιεί όλες τις πλακουντικές λειτουργικές μεταφορές . Εξαπλώνεται συνεχώς ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες οξυγόνου και διατροφής του αναπτυσσόμενου εμβρύου (62,63).
Η ανάπτυξη συμβαίνει σε ένα περιβάλλον μειωμένων τάσεων οξυγόνου σχετικά με τους μητρικούς ιστούς αλλά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης η διαλαχνική τάση του οξυγόνου αυξάνεται .
Σε αντίθεση με τα περισσότερα αναπτυσσόμενα όργανα , στα οποία η οξυγόνωση βελτιώνεται με την προοδευτική αγγείωση , η οξυγόνωση του ιστού στις πλακουντικές λάχνες σχετίζεται αντιστρόφως με την πυκνότητα των εμβρυϊκών τριχοειδών . Συμπερασματικά , χαμηλή πυκνότητα των εμβρυϊκών τριχοειδών λόγω μειωμένης αποβολής οξυγόνου οδηγεί σε αυξανόμενα διαπλακουντικά επίπεδα οξυγόνου τα οποία επηρεάζουν περαιτέρω την αγγειογένεση (64,65).
Σε κάθε αγγειακή επιφάνεια , αυξανόμενη ροή επιτυγχάνεται από τον συνδυασμό φυσιολογικών προσαρμογών ( π . χ . αυξημένη αιματική τάση ) και τις μεταβολές στην αγγειακή ανατομία ( π . χ . αύξηση αγγειακής διαμέτρου , ελάττωση αγγειακού μήκους , σχηματισμός παράλληλης αντί σειριακής διάταξης των αγγείων ).
Σύμφωνα με το νόμο του Πουαζέλ , η αντίσταση ροής είναι ανάλογη του αγγειακού μήκους και αντιστρόφως ανάλογη του τετραγώνου της αγγειακής επιφάνειας διατομής . Έτσι , το πλεονέκτημα της παράλληλης διάταξης με άλλες μεταβλητές να παραμένουν σταθερές είναι πως μειώνουν το μέσο μήκος και συνολικά την αντίσταση (66).
Αυτές οι αρχές έχουν μεγάλη σημασία στο εμβρυοπλακουντικό αγγειακό σύστημα , το οποίο πρέπει να προσαρμόζεται συνέχεια στις αυξανόμενες ανάγκες του αναπτυσσόμενου εμβρύου .
Μελέτες Doppler έχουν δείξει πως οι εμβρυϊκές αγγειακές αντιστάσεις μειώνονται στη φυσιολογική εγκυμοσύνη και μπορούν να επηρεαστούν σε εγκυμοσύνες με επιπλοκές (66).
Η ουσιαστική στρατηγική για τη μείωση του μήκους και των αντιστάσεων είναι η διακλαδωτική αγγειογένεση (branching angiogenesis). Νέοι κλάδοι μπορούν να δημιουργηθούν μέσω της εκβλαστικής αγγειογένεσης ( πλευρική διακλάδωση από υπάρχοντα αγγεία ) (67,68). Μ ε αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται παράλληλα αγγειακά συμπλέγματα . Αντίθετα , η μη διακλαδωτική αγγειογένεση , που πιθανό να αυξάνει την αντίσταση της αιματικής ροής , χαρακτηρίζεται από επιμήκυνση των προυπάρχοντων τμημάτων αγγείων μέσω κυτταρικού πολλαπλασιασμού του αγγειακού ενδοθηλίου .
Κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου οι ανώριμες ενδιάμεσες λάχνες έχουν μεγάλη διάμετρο και καλύπτονται από ένα παχύ στρώμα τροφοβλάστης και περιέχουν ένα σύνθετο τριχοειδές δίκτυο περικλείοντας κεντρικά αρχέγονα αγγεία . Αντίθετα , οι λάχνες στο τρίτο τρίμηνο συνδέονται με λεπτή τροφοβλάστη . Αυτές οι σχέσεις μεταξύ λαχνών και τριχοειδών αποδεικνύουν πως η τροφοβλαστική λάχνη είναι ένα πλαστικό στρώμα που προσαρμόζεται ανάλογα με τη δομική μεταβολή της υποκείμενης αγγείωσης .
Η ανάπτυξη της εμβρυϊκής αγγείωσης του πλακούντα εξαρτάται από τις δράσεις των αγγειογενετικών αυξητικών παραγόντων και των υποδοχέων τους , που παράγονται από κύτταρα και συστατικά της εξωκυττάριας ουσίας μέσα ή κοντά στα εμβρυϊκά αγγεία (69). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,973 | row_225973 | paper_10 | 0 | 0 | 13.1 ΝΕΟΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ (21 η -32 η ΗΜΕΡΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ) | 0.35-0.36 | Η εμβρυϊκή αγγείωση της πρώτης γενιάς των πλακουντιακών λαχνών είναι το αποτέλεσμα του εκ νέου σχηματισμού των τριχοειδών μέσα στον πλακούντα . Ξεκινά περίπου την 21 η ημέρα μετά τη σύλληψη (70,71).
Οι πρόγονοι του εμβρυϊκού ενδοθηλίου στο λαχνικό στρώμα , οι αιμαγγειοπλαστικές κυτταρικές χορδές , μπορούν να εμφανιστούν από τις 15 έως τις 21 ημέρες μετά τη σύλληψη . Ο βασικός ινοβλαστικός παράγοντας (bFGF) εμπλέκεται στην στρατολόγηση των αιμαγγειογενετικών πρ o γόνων κυττάρων και η έκφρασή του στις ανθρώπινες πλακουντικές λάχνες έχει αναφερθεί , αλλά όχι σε αυτό το πρώιμο στάδιο της εγκυμοσύνης (72,73,74).
Είναι γνωστό πως ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF ή VEGFA), που είναι υπεύθυνος για την αύξηση και την συνένωση των ενδοθηλιακών προδρόμων για το σχηματισμό των αιμαγγειογεννετικών χορδών , εκφράζεται σημαντικά στην έναρξη της εγκυμοσύνης (75,76,77).
Στον ανθρώπινο πλακούντα , ο σχηματισμός των ενδοθηλιακών αγωγών από τις αιμαγγειογενετικές χορδές ξεκινά την εικοστή πρώτη ημέρα μετά τη σύλληψη .
Από την 28 η ημέρα μετά τη σύλληψη , οι πρώην αιμαγγειοβλαστκές χορδές των περισσοτέρων λαχνών , παρουσιάζουν επιμηκυσμένους πολυγωνικούς αυλούς που περικλείονται από ενδοθηλιακά κύτταρα . | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,974 | row_225974 | paper_10 | 0 | 0 | 13.2 ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΡΙΧΟΕΙΔΟΥΣ ΔΙΚΤΥΟΥ (32 Η ΗΜΕΡΑ ΩΣ 25 Η ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ) | 0.36-0.37 | Τα επόμενα στάδια της αγγειογένεσης μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις περιόδους . Πρώτα , ο σχηματισμός δικτύων τριχοειδών από τις 32 ημέρες ως τις 25 εβδομάδες μετά την σύλληψη μέσω της διακλαδωτικής αγγειογένεσης . Στη συνέχεια , πραγματοποιείται υποχώρηση της περιφερικής τριχοειδούς δικτύωσης και σχηματισμός κεντρικών αρχέγονων αγγείων από τις 15 ως τις 32 εβδομάδες μετά τη σύλληψη . Τέλος παρατηρείται ο σχηματισμός των τελικών τριχοειδών μέσω της μη διακλαδωτικής αγγειογένεσης ( από τις 25 εβδομάδες μέχρι και το τέλος της κύησης ). Απ o την 32 η ημέρα μετά τη σύλληψη μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου , τα ενδοθηλιακά τμήματα που σχηματίζονται από την νεοαγγειογένεση μετατρέπονται σε πρωτογενή τριχοειδή δίκτυα μέσω της ισορροπημένης αλληλεπίδρασης δύο παράλληλων μηχανισμών . Πρώτον μέσω της επιμήκυνσης προυπάρχοντων αγωγών με τη μη διακλαδωτική αγγειογένεση και δεύτερον μέσω της διακλάδωσης αυτών με πλευρική εκβλάστηση .
Στο στρώμα των μικρών σε διάμετρο λαχνών ( μεσεγχυματικές λάχνες ), η διακλαδωτική αγγειογένεση είναι πιο σπάνια απ ' ότι η μη διακλαδωτική . Με την πάροδο της εγκυμοσύνης , η αυξανόμενη διάμετρος των λαχνών σε συνδυασμό με τη διακλαδωτική αγγειογένεση , τα τριχοειδή μετατρέπονται σε ένα πυκνό δισδιάστατο δίκτυο που εντοπίζεται ακριβώς κάτω από την λαχνική επιφάνεια . Αυτό είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό στις ανώριμες ενδιάμεσες λάχνες που αναπτύσσονται από τις μεσεγχυματικές λάχνες από την ένατη εβδομάδα μετά την έμμηνο ρύση και μετά . Η έκφραση των VEGF-A,VEGFR-2 είναι πιο έντονη στα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης και μειώνεται με την πάροδο αυτής (78,79).
Αντίθετα , η έκφραση του πλακουντιακού αυξητικού παράγοντα (PlGF) και της διαλυτής μορφής του VEGFR-1, έχει φανεί πως αυξάνεται προς το τέλος της εγκυμοσύνης όταν η διακλαδωτική αγγειογένεση αντικαθίσταται από μη διακλαδωτικούς αγγειογενετικούς μηχανισμούς (80).
Ο PlGF συνδέεται επιλεκτικά με τον VEGFR-1 και σε κάποια συστήματα φαίνεται πως προκαλεί καταστολή της εκβλαστικής αγγειογένεσης (sprouting angiogenesis). Σε άλλα συστήματα ωστόσο , όπως στον κερατοειδή και στο δέρμα των ποντικών , φαίνεται πως ερεθίζει το σχηματισμό διακλαδωτικών τριχοειδών δικτύων (81,82). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,975 | row_225975 | paper_10 | 0 | 0 | 13.3. ΜΗ ΔΙΑΚΛΑΔΩΤΙΚΗ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ (24-25 ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΛΛΗΨΗ ΕΩΣ ΤΕΛΟΣ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ ) | 0.37-0.38 | Από τις 25 εβδομάδες μετά τη σύλληψη ως το τέλος της εγκυμοσύνης , πραγματοποιείται μετατροπή από διακλαδωτική αγγειογένεση σε μη διακλαδωτική . Αυτό οφείλεται στην ανάπτυξη νέων τύπων λαχνών , τις ώριμες ενδιάμεσες λάχνες . Η ανάλυση των δεικτών πολλαπλασιασμού σε αυτό το στάδιο αναδεικνύει τη σχετική ελάττωση του τροφοβλαστικού πολλαπλασιασμού και την αύξηση του ενδοθηλιακού πολλαπλασιασμού σε όλο το μήκος αυτών των δομών , οδηγώντας σε μη εκβλαστική αγγειογένεση . Τα περιφερικά τριχοειδή αυξάνονται με ρυθμό που ξεπερνά αυτόν των ίδιων των λαχνών , οδηγώντας σε συσπείρωση των τριχοειδών .
Ο ρόλος του PlGF είναι πολύ πιο σύνθετος από ότι είχε αρχικά θεωρηθεί . Αρχικά , είχε υποτεθεί πως έχει μικρή δυνατότητα για τον ερεθισμό του ενδοθηλιακού κυτταρικού πολλαπλασιασμού . Έτσι , είχε θεωρηθεί πως λειτουργούσε σαν ανταγωνιστής των προαγγειογενετικών δράσεων του VEGF-A (83).
Ωστόσο , αποδείχτηκε πως ο PlGF in vivo ερεθίζει τον πολαπλασιασμό των μικροαγγειακών ενδοθηλιακών κυττάρων στον ανθρώπινο πλακούντα ενώ παίζει ρόλο και στην αγγειογένεση . Παίζει επίσης ρόλο στην παθολογική αγγειογένεση (84).
Η τελική γεωμετρία του λαχνικού αγγειακού στρώματος καθορίζεται από την ισορροπία των VEGF-A, PlGF μαζί με τους υποδοχείς τους . Η επικράτηση του VEGF-A προωθεί την εγκαθίδρυση ενός πολύπλοκου δικτύου με χαμηλή αντίσταση τριχοειδών μέσα στις μεσεγχυματικές και ανώριμες ενδιάμεσες λάχνες οι οποίες επικρατούν στα δύο πρώτα τρίμηνα της εγκυμοσύνης . Αντίθετα , η απουσία σύνθετου τριχοειδούς δικτύου στο τελευταίο τρίμηνο ελέγχεται από την επικράτηση του PlGF και του υποδοχέα του VEGFR-1.
Η ισορροπία μεταξύ έκκρισης VEGF-A και PlGF ίσως ρυθμίζεται από τις μερικές τάσεις οξυγόνου . Όπως προαναφέρθηκε , ο VEGF και οι υποδοχείς του στους πλακουντικούς ιστούς υπερεκφράζονται σε συνθήκες μειωμένης συγκέντρωσης οξυγόνου .
Το αντίθετο συμβαίνει στην περίπτωση του PlGF. Τα προαναφερθέντα εγείρουν το ερώτημα για το αν η αλλαγή ( από επικράτηση του VEGF-A στην έναρξη της εγκυμοσύνης σε επικράτηση του PlGF στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο ), μαζί με τις μεταβολές στην αγγειακή γεωμετρία , οφείλονται στην αυξανόμενη ενδοπλακουντική οξυγόνωση , λόγω της αύξησης της αιματικής ροής . Παρ ' όλα αυτά πρέπει να ληφθεί υπ ' όψιν πως οι πλακουντιακοί ιστοί ίσως απαντούν διαφορετικά στις μεταβολές της μερικής τάσης οξυγόνου σε διαφορετικά στάδια της κύησης (84,85).
Στα πρώιμα και προχωρημένα στάδια της εγκυμοσύνης , είναι απαραίτητο να προστατευθεί το έμβρυο από τις πιθανώς ζημιογόνες δράσεις των υψηλών τάσεων οξυγόνου . Η ανάπτυξη και ο ανασχηματισμός της εμβρυοπλακουντικής αγγείωσης ίσως αποτελεί τμήμα αυτής της προστασίας .
Τα επίπεδα του οξυγόνου αυξάνονται μετά τις 12 εβδομάδες (86,87), ενώ σημαντικές αλλαγές στην περιφερική αγγείωση είναι προφανείς περίπου στις 20 με 25 εβδομάδες . Η εμβρυική ανάγκη για οξυγόνο στο δεύτερο τρίμηνο καλύπτεται άνετα αφού η μερική μεσολαχνική τάση του οξυγόνου είναι πολύ υψηλή αυτή την περίοδο . Παρ ' όλα αυτά , με την πάροδο της εγκυμοσύνης , οι εμβρυικές ανάγκες για οξυγόνο αυξάνονται και η λαχνική αγγείωση ίσως χρειάζεται ανασχηματισμό για την πρόσληψη περισσότερου οξυγόνου από την αγγείωση της μήτρας .
Ωστόσο , οι αγγειογενετικοί αυξητικοί παράγοντες δεν είναι οι μόνοι που ρυθμίζουν την λαχνική ανάπτυξη και αγγειογένεση . Ίσως , ο σχηματισμός των πρώτων ώριμων ενδιάμεσων λαχνών απαιτεί επιπλέον και διαφορετικά σήματα απ ' ότι αυξητικούς παράγοντες που εξαρτώνται από το οξυγόνο . Τουλάχιστον , για τις τελικές λάχνες υπάρχει ένδειξη πως η ανάπτυξή τους εξαρτάται απευθείας από τα επίπεδα οξυγόνου , την επιμήκυνση των τριχοειδών και ίσως από τους αγγειογενετικούς αυξητικούς παράγοντες (86,87). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,976 | row_225976 | paper_10 | 0 | 0 | ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ | 0.38-0.38 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,977 | row_225977 | paper_10 | 0 | 0 | ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ | 0.39-0.39 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,978 | row_225978 | paper_10 | 0 | 0 | 1. ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗΣ ΣΤΙΣ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΥΗΣΕΙΣ | 0.39-0.39 | Η αγγείωση του ανθρώπινου εμβρύου συμβαίνει πολύ νωρίς στην εγκυμοσύνη ( δεύτερη εβδομάδα μετά τη σύλληψη ) και ξεκινά στις εξωεμβρυικές περιοχές . Έχει φανεί πως υπάρχει στενή σχέση μεταξύ εμβρυικής ανάπτυξης και της αγγειακής κατάστασης των χοριονικών λαχνών και πως η φυσιολογική λαχνική χοριονική αγγείωση είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη της εγκυμοσύνης (88). Σε περίπτωση εμβρυικού θανάτου , οι λάχνες χαρακτηρίζονται από χαμηλή αγγειακή πυκνότητα , ίνωση και υδρωπικό εκφυλισμό . Επίσης , αυξημένη αγγειακή πυκνότητα στον τοιχωματικό φθαρτό συνδέεται με αυτόματη αποβολή , παίζοντας τον κρίσιμο ρόλο της αγγειακής ανάπτυξης στην αρχή της εγκυμοσύνης .
Η προεκλαμψία , είναι υπεύθυνη για σημαντική αιτία περιγεννητικής θνησιμότητας και νοσηρότητας . Παρ ' ότι η αιτιολογία της παραμένει άγνωστη , η ρύθμιση της αγγειακής αύξησης στην εμβρυοπλακουντική μονάδα φαίνεται να διαταράσσεται , οδηγώντας σε προβληματική πλακουντοποίηση . Έχει φανεί πως υπάρχει θετικός συσχετισμός μεταξύ των μητροπλακουντιακών αγγειακών βλαβών και άλλων λαχνικών βλαβών σε σχέση με την προεκλαμψία (89).
Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ελάττωση των αγγειογενετικών παραγόντων (VEGF, PlGF) στο αίμα προεκλαμπτικών γυναικών καθώς και στο φλεβικό ομφαλικό αίμα (90,91).
Μεταβολές στην έκφραση των αγγειογενετικών παραγόντων έχουν φανεί μέσα στον πλακούντα . Το m-RNA για τον VEGF και τον υποδοχέα του , Flt-1, είναι σημαντικά χαμηλότερα στις πλακουντικές βιοψίες προεκλαμπτικών γυναικών , δείχνοντας ότι μία ανωμαλία στην έκφραση των αυξητικών παραγόντων μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη εμβρυική τριχοειδική διακλάδωση (92). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,979 | row_225979 | paper_10 | 0 | 0 | 2. ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΜΗΤΡΙΑ ΥΠΟΛΕΙΠΟΜΕΝΗ ΑΥΞΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΕΚΛΑΜΨΙΑ | 0.39-0.42 | Μεταβολές στην ανάπτυξη του λαχνικού δέντρου και παθολογικές μεταβολές στο τριχοειδικό αγγειακό σύστημα που χαρακτηρίζονται από χρόνια λαχνίτιδα , έμφρακτα και αιμορραγική ενδοαγγειίτιδα με επόμενη ανεπαρκή αιματική ροή , συνδέονται με την παθογένεση της ενδομήτριας υπολειπόμενης αύξησης (93).
Η εκτίμηση της δομής του αγγειακού δέντρου στην ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση χαρακτηρίζεται από σημαντικά χαμηλότερο αριθμό τριχοειδών λαχνών σε σχέση με τους φυσιολογικούς τελειόμηνους πλακούντες (94,95). Επίσης , έχει περιγραφεί ελάττωση στις επιφάνειες και στον όγκο των τελικών λαχνών σε εγκυμοσύνες με ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση . Η λαχνική αγγείωση του πλακούντα είναι σημαντικά χαμηλότερη στην πάθηση αυτή . Πρόσφατες μελέτες Doppler έχουν δείξει ανώμαλη πλακουντική ροή που συνδέεται με αγγειακές ανωμαλίες στο 60% των περιπτώσεων που υποδηλώνουν συσχετισμό μεταξύ πλακουντικής αγγειακής παθολογίας και ενδομήτριας υπολειπόμενης αύξησης .
Η νεοαγγειογένεση των πλακουντικών λαχνών ξεκινά την 21 η ημέρα μετά τη σύλληψη όπως έχει προαναφερθεί . Αυτή αποτελείται από τη διαδικασία της διαφοροποίησης των μεσεγχυματικών κυττάρων σε αιμαγγειοβλάστες , που είναι οι πρόγονοι των ενδοθηλιακών κυττάρων . Η πλακουντική αγγειογένεση μπορεί να διακριθεί σε διακλαδωτική και μη διακλαδωτική . Η διακλαδωτική αγγειογένεση συμβαίνει στο πρώτο και δεύτερο τρίμηνο σε συνθήκες σχετικής υποξίας . Μη διακλαδωτική αγγειογένεση συμβαίνει στο τρίτο τρίμηνο σε συνθήκες σχετικής φυσιολογικής συγκέντρωσης οξυγόνου . Η πλακουντιακή ανάπτυξη εξαρτάται από την διεισδυτική ιδιότητα της εξωλάχνιας τροφοβλάστης . Αυτά τα κύτταρα μεταναστεύουν , εισβάλλουν και μετατρέπουν τα μεσομυομητρικά και φθαρτικά τμήματα των σπειροειδών αρτηριών . Στην προεκλαμψία , η τροφοβλαστική διείσδυση είναι ρηχή και η μητρική αγγείωση είναι ακατάλληλη . Η φτωχή πλακουντική αιμάτωση προκαλεί υποξία , οδηγώντας στην απελευθέρωση παραγόντων από τον πλακούντα με αποτέλεσμα ενδοθηλιακή κυτταρική βλάβη στη μητέρα και ανώμαλη αγγειογένεση στον πλακούντα (96,97).
Είναι γνωστό πως η όψιμη αποβολή , η προεκλαμψία , η ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση και η πλακουντική αποκόλληση συνδέονται με πλακουντική υποξία που οφείλεται στην αναιμία της μητέρας , στην εγκυμοσύνη σε μεγάλο υψόμετρο , στην προεκλαμψία και στην πρόωρη ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση με απουσία διαστολικής ροής , οδηγεί σε διαφορετικές μορφολογίες λαχνών (98). Πιο συγκεκριμένα , σε μεγάλο υψόμετρο και στην προεκλαμψία , υπάρχει μειωμένη ενδοπλακουντιακή συγκέντρωση οξυγόνου , που οδηγεί κυρίως σε διακλαδωτική αγγειογένεση και μειωμένη αγγειακή αντίσταση . Αντίθετα , στη σοβαρή ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση με απουσία διαστολικής ροής στην ομφαλική αρτηρία , παρουσιάζεται αυξημένη ενδοπλακουντιακή συγκέντρωση οξυγόνου , που οδηγεί κυρίως σε μη διακλαδωτική αγγειογένεση και έτσι αυξημένη αγγειακή αντίσταση .
pre-eclampsia at term
Ong S, Lash G, Baker P.N. Angiogenesis and placental growth in normal and compromised pregnancies. Bailliere's Clinical Obstetrics and Gynaecology 2000; 14 : 969-980
Στις πλακουντιακές λάχνες , η αγγειογένεση γίνεται παρουσία οξυγόνου και εκτείνεται από την κυκλοφορία της μητέρας , μέσω της τροφοβλαστικής λάχνης στο αναπτυσσόμενο έμβρυο . Εξετάσεις Doppler έχουν δείξει πως οι αγγειακές εμβρυικές αντιστάσεις μειώνονται κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής εγκυμοσύνης και μπορεί να αυξηθεί σε επιπλεγμένες εγκυμοσύνες .
Στη φυσιολογική εγκυμοσύνη , η τριχοειδική αύξηση είναι διφασική , περιλαμβάνοντας μία αρχική φάση διακλαδωτικής (branching) αγγειογένεσης ακολουθούμενη από μία φάση μη διακλαδωτικής (non branching) αγγειογένεσης . Σε κάποιο βαθμό , η μορφολογία των λαχνών αντικατοπτρίζει τις αγγειογενετικές διαδικασίες .
Η έκφραση του VEGF μειώνεται με την πάροδο της εγκυμοσύνης και αυξάνεται σε συνθήκες υποξίας . Ο παράγοντας αυτός ασκεί τη δράση του μέσω των υποδοχέων flt1 , KDR. Ο VEGF όταν συνδέεται με τον υποδοχέα KDR προκαλεί ενδοθηλιακό κυτταρικό πολλαπλασιασμό και αγγειογένεση . Αντίθετα , όταν συνδέεται με τον flt-1, οδηγεί σε καταστολή του κυτταροτροφοβλαστικού πολλαπλασιασμού . Τα επίπεδα του PlGF αυξάνονται με την πάροδο της εγκυμοσύνης (99,100).
Τα επίπεδα του VEGF αυξάνονται στην προεκλαμψία και αυτή η αύξηση συνδέεται με τη σοβαρότητα της ασθένειας . Σε ορισμένες μελέτες έχουν βρεθεί μειωμένες συγκεντρώσεις του παράγοντα αυτού στον ορό γυναικών με προεκλαμψία και αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως η μέτρηση του επηρεάζεται από την παρέμβαση δεσμευτικών πρωτεϊνών . Ο VEGF αυξάνει την ενδοθηλιακή παραγωγή προστακυκλίνης και έχει αγγειοδιασταλτική δράση στις αγγειακές αντιστάσεις , πιθανόν μέσω της παραγωγής του μονοξειδίου του αζώτου .
Η υποξία είναι βασικός ερεθιστικός παράγοντας του VEGF. Η προεκλαμψία είναι μία κατάσταση που αντιπροσωπεύει ένα περιβάλλον υποξίας και θα έπρεπε να συνδυάζεται με αυξημένη έκφραση του VEGF. Το γεγονός πως η πλακουντιακή έκφραση του VEGF μειώνεται στην προεκλαμψία είναι οξύμωρο . Η μειωμένη πλακουντιακή έκφραση του VEGF στην προεκλαμψία συνυπάρχει με την έννοια της πλακουντιακής υποξίας και υπεροξίας .
Είναι γνωστό πως τα επίπεδα του PlGF στον ορό του αίματος της γυναίκας μειώνονται στην προεκλαμψία (101). Ο PlGF δεν έχει σημαντική δράση στην παραγωγή της προστακυκλίνης . Έχει ωστόσο σημαντική δράση στην παραγωγή μονοξειδίου του αζώτου από τα ενδοθηλιακά κύτταρα .
Αφού ο VEGF φαίνεται πως είναι υπεύθυνος για πολλές από τις συστηματικές εκδηλώσεις της προεκλαμψίας , πολλοί ερευνητές έχουν στρέψει την προσοχή τους στην αναστολή του χρησιμοποιώντας ένα διαλυτό υποδοχέα ανταγωνιστή που δεσμεύει και απενεργοποιεί τον VEGF (102). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,980 | row_225980 | paper_10 | 0 | 0 | 3. ΑΝΩΜΑΛΗ ΠΛΑΚΟΥΝΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΑΘΟΓΕΝΕΣΗ ΠΡΟΕΚΛΑΜΨΙΑΣ | 0.42-0.43 | Η προεκλαμψία επηρεάζει το 3 με 5% όλων των κυήσεων και αποτελείτην πιο συχνή επιπλοκή της εγκυμοσύνης . Συνδέεται με περιγενετική και νεογνική θνησιμότητα της τάξης του 10%. Παράγοντες κινδύνου προεκλαμψίας είναι η πρωτοτοκία , η πολύδυμη κύηση , η μεγάλη ηλικία της μητέρας , και το ιστορικό προεκλαμψίας . Επίσης , άλλες νοσηρές καταστάσεις όπως η παχυσαρκία , οι υπερπηκτικές καταστάσεις , η χρόνια υπέρταση , η νεφρική νόσος , ο λύκος , ο σακχαρώδης διαβήτης αυξάνουν τον κίνδυνο προεκλαμψίας .
Η προεκλαμψία εκδηλώνεται όταν συνυπάρχει πρόσφατη εμφάνιση υπέρτασης με λευκωματουρία στο δεύτερο ήμισυ της εγκυμοσύνης . Η υπέρταση ορίζεται σαν εκδήλωση αρτηριακής πίεσης άνω της τιμής 140/90 σε δύο διαδοχικές μετρήσεις ( που απέχουν περισσότερο από 6 ώρες ) μετά από τις 20 εβδομάδες κύησης , χωρίς προηγούμενο ιστορικό υπέρτασης . Η λευκωματουρία ορίζεται σαν συγκέντρωση μεγαλύτερη των 300mg/dl πρωτείνης σε ούρα 24 ώρου .
Άλλα συμπτώματα , που αποτελούν ένδειξη ερεθισμού του κεντρικού νευρικού συστήματος , είναι η κεφαλαλγία , η σκοτοδίνη , καθώς και το επιγαστρικό άλγος . Επίσης , η απότομη εμφάνιση σοβαρού οιδήματος μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα της νόσου . Οι εργαστηριακές τιμές που στηρίζουν τη διάγνωση της προεκλαμψίας περιλαμβάνουν τις αιμόλυση , αιμοσυμπύκνωση , θρομβοκυτταροπενία , υψηλά ηπατικά ένζυμα και υψηλή κρεατινίνη .
Εμβρυικές επιπλοκές που οφείλονται στην προεκλαμψία περιλαμβάνουν την ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση , προωρότητα , πλακουντιακή αποκόλληση και αυξημένο κίνδυνο περιγεννητικού θανάτου .
Ο πιο κοινά αποδεκτός μηχανισμός της παθογένεσης της προεκλαμψίας περιλαμβάνει ανώμαλη πλακουντοποίηση που οδηγεί σε αύξηση αγγειακών ενδοθηλιακών αντιαγγειογενετικών παραγόντων . Στην φυσιολογική πλακουντοποίηση , τα κυτταροτροφοβλάστικά κύτταρα προσκολλούν το κύημα στο τοίχωμα της μήτρας . Στη συνέχεια εισχωρούν στον ενδιάμεσο χώρο του φθαρτού και στις σπειροειδείς αρτηρίες της μήτρας ώστε να εξασφαλίσουν στο κύημα θρεπτικά συστατικά και οξυγόνο . Για να πραγματοποιηθεί αυτό , ο πλακούντας πρέπει να σχηματίσει νέα αγγεία και να αυξήσει τον αριθμό των ήδη υπάρχοντων . Τα κυτταροτροφοβλαστικά κύτταρα που βρίσκονται μέσα στις λάχνες διαφοροποιούνται σε εξωλαχνικά τροφοβλαστικά κύτταρα . Καθώς οι λάχνες προσκολλώνται στο ενδομήτριο , το συγκιτιοτροφοβλαστικό στρώμα εξαφανίζεται , επιτρέποντας στα εξωλαχνικά τροφοβλαστικά κύτταρα να μεταναστεύουν στον μητρικό ιστό προς τις μητροειδείς σπειροειδείς αρτηρίες . Ένας σύνθετος φυσιολογικός ανασχηματισμός των αγγείων συμβαίνει , μέσω του οποίου οι φυσιολογικές μυικές και ελαστικές δομές των σπειροειδών αρτηριών αντικαθίστανται μερικώς από εξωλαχνικά τροφοβλαστικά κύτταρα . Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας , τα εξωλαχνικά τροφοβλαστικά κύτταρα διευρύνουν τη διάμετρο και ενισχύουν τα τοιχώματα των αγγείων προσδίδοντας χαμηλές αντιστάσεις στις αρτηρίες με αποτέλεσμα την ιδανική παροχή αίματος στο αναπτυσσόμενο έμβρυο . Στα απομακρυσμένα τμήματα των μητρικών αρτηριών σχηματίζονται έμβολα (plugs), τα οποία εμποδίζουν τη ροή του μητρικού αίματος στο μεσολάχνιο χώρο . Με τη συνέχιση του αγγειακού ανασχηματισμού των σπειροειδών αρτηριών , τα τροφοβλαστικά έμβολα χαλαρώνουν επιτρέποντας την αιματική ροή και επομένως τη μεταφορά οξυγόνου μεταξύ μητέρας και μεσολάχνιου χώρου (103).
Η τάση του οξυγόνου στο μεσολάχνιο χώρο μέχρι τις 10 εβδομάδες κύησης είναι περίπου 20 mmHg (104).
A υτό το σχετικά υποξικό περιβάλλον μετατρέπεται σε περιβάλλον φυσιολογικής οξυγόνωσης καθώς το μητρικό αίμα παρέχει οξυγόνο στο μεσολάχνιο χώρο . Οι τάσεις του οξυγόνου τριπλασιάζονται με υψηλότερα επίπεδα στις περιφερικές περιοχές του πλακούντα και χαμηλότερα προς το κέντρο . Η μέγιστη μερική τάση του οξυγόνου είναι περίπου 60mmHg στις 16 εβδομάδες κύησης . Η αύξηση των επιπέδων του οξυγόνου συμβάλλει τόσο στην ανάπτυξη του εμβρύου όσο και στη σύνδεση της τροφοβλάστης στο φθαρτό . Η ελλειμματική παροχή οξυγόνου συνεπάγεται παρατεταμένη υποξία με επιβλαβείς δράσεις στο σχηματισμό της πλακουντικής αγγείωσης .
Ανώμαλη πλακουντοποίηση συμβαίνει σε προεκλαμπτικές ασθενείς όπως φαίνεται από ρηχό ή απώντα ανασχηματισμό των μητρικών σπειροειδών αρτηριών .
Οι ιστολογικές μελέτες έχουν δείξει πως ο φυσιολογικός ανασχηματισμός των σπειροειδών αρτηριών είναι ατελής (105,106).
Οι σπειροειδείς αρτηρίες του μυομητρίου διατηρούν το ενδοθήλιό τους και τα μυικά τοιχώματα . Η αποτυχία του αγγειακού ανασχηματισμού ίσως αποτελεί την αρχική αιτία της παθογένεσης της προεκλαμψίας . Είναι πιθανόν τα φθαρτικά φυσικά κυτταροκτόνα (natural killer) κύτταρα ή ενεργοποιημένα μακροφάγα ίσως να παίζουν ρόλο στον αγγειακό ανασχηματισμό κατά εγκυμοσύνη και αυτή η διαδικασία ίσως μεταβάλλεται στην προεκλαμψία (107). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,981 | row_225981 | paper_10 | 0 | 0 | 4. ΣΗΜΑΣΙΑ ΑΓΓΕΙΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΔΟΧΕΩΝ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗ ΚΥΗΣΗ | 0.43-0.47 | Η οικογένεια του VEGF περιλαμβάνει τους VEGF-A, PIGF, VEGF-C, VEGF-D και δύο που δεν εκφράζονται στα θηλαστικά (VEGF-E, VEGF-F).
Οι υποδοχείς του VEGF (VEGFR-1 (flt-1), VEGFR-2 (KDR/flk1), VEGFR-3) είναι tyrosine kinase υποδοχείς . Λειτουργούν με έναν ειδικό τρόπο μέσω φωσφορυλίωσης του υποστρώματος για τον ερεθισμό της κυτταρικής απάντησης . Μόνο ο VEGF-A αλληλεπιδρά με τον VEGFR-2, ενώ οι VEGF-C, VEGF-D αλληλεπιδρούν με τον VEGFR-3, που εκφράζεται κυρίως στο λεμφικό ενδοθήλιο .
Η ενδογλίνη είναι επιφανειακός κυτταρικός υποδοχέας για την οικογένεια του TGF (transforming growth factor). Αυτοί οι δύο παράγοντες είναι ισχυροί καταστολείς τροφοβλαστικής διαφοροποίησης (108).
Μία από τις υποθέσεις για ανάπτυξη προεκλαμψίας είναι η ανισορροπία των αγγειογενετικών παραγόντων , κυρίως υψηλά επίπεδα sFlt1 και sEng με χαμηλά επίπεδα των ελεύθερων PlGF και VEGF, οδηγώντας σε ενδοθηλιακή δυσλειτουργία που εκδηλώνεται με τα κλινικά συμπτώματα της προεκλαμψίας . Τα επίπεδα του sFlt1 είναι υψηλά στον ορό των ασθενών με προεκλαμψία τη στιγμή της κλινικής νόσου και φαίνεται πως είναι υψηλά δύο με πέντε εβδομάδες πριν την κλινική εμφάνιση (109).
Σε διάφορες μελέτες έχει φανεί πως η αύξηση του sFlt1 προηγείται της εμφάνισης της κλινικής νόσου και συνδέεται με τη σοβαρότητα της αυτής . Τα επίπεδα του sFlt1 στον ορό των ασθενών είναι υψηλότερα στη σοβαρή προεκλαμψία , στην πρώιμη εμφάνιση προεκλαμψίας και στην προεκλαμψία που συνδυάζεται με ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση . Οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα των ελεύθερων VEGF, PlGF
είναι χαμηλότερες σε γυναίκες με προεκλαμψία σε σχέση με φυσιολογικές ασθενείς (110-112).
Επίσης , γυναίκες με παράγοντες κινδύνου για εκδήλωση προεκλαμψίας έχουν φανεί πως έχουν υψηλά επίπεδα του υποδοχέα sFlt1. Πιο συγκεκριμένα , γυναίκες με δίδυμες κυήσεις έχουν επίπεδα του υποδοχέα διπλάσια απ ' αυτά των γυναικών με μονήρες κυήσεις . Τέλος , τα επίπεδα του sFlt1 είναι υψηλότερα σε γυναίκες με μύλη κύηση (113,114).
Το γονίδιο για τον παράγοντα sFlt1 βρίσκεται στο χρωμόσωμα 13 και γυναίκες με έμβρυα με τρισωμία 13 έχουν αυξημένο κίνδυνο για προεκλαμψία και τα κυκλοφορούντα επίπεδα του sFlt1 είναι ψηλότερα και του PlGF χαμηλότερα σε ασθενείς των οποίων η εγκυμοσύνη επιπλέκεται με τρισωμία 13 (115).
Σε μελέτες in vitro, ο sFlt1 προκαλεί αγγειοσυστολή και ενδοθηλιακή δυσλειτουργία . Πρόσφατα , φάνηκε πως το κλάσμα του VEGF, PlGF προς τον sFlt1 είναι χαμηλότερο σε εκχυλίσματα πλακούντα που προέρχονται από προεκλαμπτικούς ασθενείς . Τα υψηλά επίπεδα του υποδοχέα σε αντίθεση με αυτά των αγγειογενετικών παραγόντων οδηγούν σε αντιαγγειογενετική κατάσταση (116).
Η αύξηση του κλάσματος sFlt1/PlGF αποτελεί δείκτη αντιαγγειογενετικής δραστηριότητας που αντικατοπτρίζει αλλαγές και στους δύο δείκτες και αποτελεί καλύτερο προβλεπτικό παράγοντα για προεκλαμψία απ ' ότι μία απλή μέτρηση .
M ία πρόσφατη μελέτη , έδειξε πως ο συνδυασμός ανώμαλου μητρικού αρτηριακού Doppler με χαμηλά επίπεδα του παράγοντα PlGF στο δεύτερο τρίμηνο , συνδεόταν στενά με πρώιμη εκδήλωση και σοβαρή προεκλαμψία (118).
' Ενας ακόμα παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπ ' όψιν κατά τη διάρκεια της πλακουντικής αγγείωσης είναι η δράση του τοπικού οξυγόνου κατά την εγκυμοσύνη . Το οξυγόνο αποτελεί σημαντικό ρυθμιστή της ισορροπίας μεταξύ της λειτουργίας των VEGF και PlGF. Η υποξία έχει φανεί πως ανάγει την έκφραση του VEGF στους καρκίνους . Σε πλακουντικούς και χοριοαλλαντοϊκούς ιστούς , ο VEGF ευοδώνεται κατά την υποξία και καταστέλλεται στην υπεροξία .
Μία πετυχημένη πλακουντοποίηση εμπλέκει την ανάπτυξη χαμηλής αντίστασης μητροπλακουντική κυκλοφορία μετά από τροφοβλαστική εισβολή και μετατροπή του μητρικού ενδομυομητρικού τμήματος των σπειροειδών αρτηριών .
Η πρώιμη πλακουντική ανάπτυξη ( στο πρώτο τρίμηνο ) συμβαίνει σε συνθήκες σχετικής υποξίας ( με έλλειψη αιματικής κυκλοφορίας ), που ερεθίζει τον κυτταροτροφοβλαστικό πολλαπλασιασμό και αναστέλλει την τροφοβλαστική εισβολή . Πραγματική μεσολάχνια αιματική ροή εγκαθίσταται περίπου στις 10 με 12 εβδομάδες κύησης και καθώς ο πλακούντας εξελίσσεται κατά το δεύτερο τρίμηνο , η μητρική αιματική ροή ξεκινά και η μερική τάση του οξυγόνου αυξάνεται . Αυτή η σημαντική αύξηση στη μερική τάση του οξυγόνου , ίσως αποτελεί το ερέθισμα για την τροφοβλάστη να αλλάξει από την πολλαπλασιαστική της κατάσταση σε διεισδυτική εξωλάχνεια τροφοβλάστη και την εγκατάσταση μητροπλακουντικής κυκλοφορίας χαμηλής αντίστασης . Όπως έχει προαναφερθεί , η αιμοχοριακή πλακουντοποίηση εξαρτάται από την εγκαθίδρυση και διατήρηση ενός εμβρυοπλακουντικού αγγειακού δικτύου μέσω της διακλαδωτικής αγγειογέννεσης ( πρώτου τριμήνου ) και της μη διακλαδωτικής αγγειογέννεσης ( δεύτερου και τρίτου τριμήνου ).
Στην προεκλαμψία και σε κάποιες περιπτώσεις ενδομήτριας υπολειπόμενης αύξησης , τα μητρικά αιματικά αγγεία δεν υφίστανται την κατάλληλη αγγειακή μετατροπή και έτσι ο ρυθμός μεταφοράς οξυγονωμένου αίματος στο έμβρυο μειώνεται . Αυτή η μητροπλακουντική ανεπάρκεια οδηγεί στην έννοια της πλακουντικής υποξίας σε αυτές τις δύο παθήσεις . Απόδειξη πλακουντικής υποξίας βασίζεται στην ιστολογική παρατήρηση παθολογικού πλακούντα με αύξηση του μιτωτικού δείκτη των κυτταροτροφοβλαστικών κυττάρων και μειωμένο πάχος συγκιτιοτροφοβλάστης .
Σε εγκυμοσύνες με υπολειπόμενη αύξηση και μειωμένη ή απούσα τελοδιαστολική ροή , η εικόνα του μειωμένου κυτταροτροφοβλαστικού πολλαπλασιασμού , αυξημένων συγκυτιακών πυρήνων και φτωχής πλακουντικής αιματικής ροής υποδηλώνει αυξημένο ρυθμό τροφοβλαστικού πολλαπλλασιασμού και αδυναμία πλακουντιακής αγγειογένεσης . Από τη στιγμή που η υποξία υποβοηθά την αγγειογένεση , έχει υποτεθεί πως τα σχετικά υψηλά επίπεδα στο μεσολάχνιο χώρο σε συνάρτηση με πλακουντιακές λάχνες με ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση , θα περιορίσει την αγγειογένεση (118,119).
Η ανισορροπία μεταξύ αγγειογενετικών και αντιαγγειογενετικών παραγόντων όπως έχει προαναφερθεί παίζει ρόλο στους μηχανισμούς των νόσων και επιπλοκών της εγκυμοσύνης . Περίσσεια αντιαγγειογενετικών παραγόντων έχει αναφερθεί σε ασθενείς με προεκλαμψία , πλακουντιακή αποκόλληση , σύνδρομο HELLP, ανεξήγητο εμβρυικό θάνατο καθώς και σε γυναίκες με εμβρυική υπολειπόμενη αύξηση ή σε αυτές που γεννούν χαμηλού βάρους νεογνά . Αντίθετα , αυξημένη συγκέντρωση των αγγειογενετικών παραγόντων και κυρίως του VEGF έχει περιγραφεί στο σύνδρομο της υπερδιέγερσης των ωοθηκών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης , που αφορά το 2,4% των εγκυμοσυνών μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση (120,121).
Οι μηχανισμοί μέσω των οποίων η ατοκία , η δίδυμη κύηση , το κάπνισμα , αυξάνουν ή μειώνουν τον κίνδυνο προεκλαμψίας μπορεί να εξηγηθεί στη βάση των αλλαγών στη συγκέντρωση των αντιαγγειογενετικών παραγόντων στον μητρικό ορό (122-125).
Παρ ' όλα αυτά , η αγγειογενετική ανισορροπία ίσως να μην είναι απαραίτητη ή αρκετή για την ανάπτυξη αυτής της επιπλοκής διότι δεν παρατηρούνται υψηλά επίπεδα αντιαγγειογενετικών παραγόντων σε όλους τους ασθενείς με προεκλαμψία (126).
Επίσης , οι αγγειογενετικές ανισορροπίες δεν περιορίζονται στους ασθενείς με προεκλαμψία ή με ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση . Πιο συγκεκριμένα , ψηλές συγκεντρώσεις των sVEGFR-1 ή s-Eng έχουν αναφερθεί σε ασθενείς με σύνδρομο της μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο (128).
Αλλαγές των αγγειογενετικών παραγόντων στο μητρικό ορό συμβαίνουν ως γνωστό πριν την εμφάνιση της προεκλαμψίας . Πράγματι , υψηλές συγκεντρώσεις στον ορό / πλάσμα των αντιαγγειογενετικών παραγόντων έχουν αναφερθεί στο πρώτο και δεύτερο τρίμηνο σε ασθενείς με προεκλαμψία . Επίσης , ο καθορισμός των αγγειογενετικών παραγόντων σε συνδυασμό με τη μέτρηση Doppler της μητρικής αρτηρίας παίζει σπουδαίο ρόλο στην αναγνώριση των ασθενών που δύνανται να εμφανίσουν προεκλαμψία . Για παράδειγμα , ο συνδυασμός χαμηλής συγκέντρωσης στο πλάσμα της μητέρας του πλακουντιακού αυξητικού παράγοντα με ανώμαλο αρτηριακό Doppler στο δεύτερο τρίμηνο , αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την ανάπτυξη πρόωρης προεκλαμψίας ( πριν τις 34 εβδομάδες ).
Σε κλινικές και πειραματικές μελέτες , φαίνεται πως η υποξία / ισχαιμία ίσως να προάγει την πλακουντική υπερέκφραση και απελευθέρωση των αντιαγγειογενετικών παραγόντων κατά την εγκυμοσύνη . Στο σύνδρομο μετάγγισης από δίδυμο σε δίδυμο η έκφραση του VEGFR-1 mRNA βρίσκεται στον δότη πλακούντα και στις λάχνες που παρουσιάζουν ισχαιμικές αλλαγές (128).
Στους ασθενείς με προεκλαμψία , όσο υψηλότερη είναι η αντίσταση της αιματικής ροής στις μητριαίες αρτηρίες , τόσο υψηλότερη η συγκέντρωση των αντιαγγειογενετικών παραγόντων στο πλάσμα της μητέρας . Παρ ' όλα αυτά , άλλοι μηχανισμοί εκτός από την υποξία ίσως να εμπλέκονται στη διαδικασία μέσω της οποίας η τροφοβλαστική ισχαιμία βοηθά στην απελευθέρωση αντιαγγειογενετικών παραγόντων (129).
Σε ασθενείς με εμβρυική υπολειπόμενη αύξηση έχει παρατηρηθεί αυξημένη συγκέντρωση αντιαγγειογενετικών παραγόντων στο μητρικό πλάσμα . Επίσης , το εύρος της αγγειογενετικής διαταραχής συνδέεται με την σοβαρότητα της μητροπλακουντικής ισχαιμίας . Έχει βρεθεί πως ανάμεσα στις γυναίκες που γεννούν μικρά σε σχέση με την ηλικία εγκυμοσύνης νεογέννητα (SGA), όσο υψηλότερη είναι η αντίσταση στην αιματική ροή στις μητριαίες αρτηρίες , τόσο μεγαλύτερη είναι η πλασματική συγκέντρωση του VEGFR-1 στη μητέρα .
Έτσι , είναι πιθανό πως μία ανώμαλη τροφοβλαστική διείσδυση των σπειροειδών αρτηριών μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια τροφοβλαστική ισχαιμία , που μπορεί να περιορίσει την εμβρυική αύξηση και να προάγει αγγειογενετικές διαταραχές (130). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,982 | row_225982 | paper_10 | 0 | 0 | ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙΙ ΑΜΝΙΑΚΟ ΥΓΡΟ | 0.47-0.47 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
|
225,983 | row_225983 | paper_10 | 0 | 0 | 1. ΟΡΙΣΜΟΣ -ΣΥΣΤΑΣΗ | 0.47-0.48 | Στην αρχή της εγκυμοσύνης , το αμνιακό υγρό συνιστά διήθηση του μητρικού πλάσματος . Από την αρχή του δευτέρου τριμήνου , αποτελείται κυρίως από εξωκυττάριο υγρό , που διαχέεται μέσω του εμβρυικού δέρματος , και έτσι αντικατοπτρίζει την σύσταση του εμβρυικού πλάσματος . Μετά τις 20 εβδομάδες , ωστόσο η κερατινοποίηση του δέρματος εμποδίζει αυτή τη διάχυση και το αμνιακό υγρό παράγεται από τους εμβρυικούς νεφρούς . Οι εμβρυικοί νεφροί παράγουν ούρα από την 12 η εβδομάδα και στις 18 εβδομάδες παράγουν 7-14 ml την ημέρα .
Τα εμβρυικά ούρα περιέχουν περισσότερη ουρία , κρεατινίνη και ουρικό οξύ απ ' ότι το εμβρυικό πλάσμα . Είναι υπότονα με αποτέλεσμα τη μειωμένη ωσμοτικότητα του αμνιακού υγρού με την πάροδο της εγκυμοσύνης . Το αμνιακό υγρό εξάλλου περιέχει αποφολιδωμένα εμβρυικά κύτταρα , σμήγμα και διάφορες εκκρίσεις του εμβρυικού δέρματος . Τέλος , στη δημιουργία του αμνιακού υγρού συμβάλλουν ελάχιστα μεν το πνευμονικό υγρό περισσότερο δε η διήθηση υγρού μέσω του πλακούντα (131). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,984 | row_225984 | paper_10 | 0 | 0 | 2. ΡΟΛΟΣ ΑΜΝΙΑΚΟΥ ΥΓΡΟΥ -ΟΓΚΟΣ ΑΝΑ ΗΛΙΚΙΑ ΚΥΗΣΗΣ | 0.48-0.50 | Το έμβρυο αναπτύσσεται μέσα στο αμνιακό υγρό , που του επιτρέπει να κινείται ενεργά αλλά και να προφυλάσσεται από πιθανό τραυματισμό . Η έλλειψη αμνιακού υγρού επηρεάζει την ανάπτυξη του εμβρύου και μπορεί να προκαλέσει παραμόρφωση των ώτων (Potter facies), ή και των άκρων . Ακόμη , δυσκολεύει τη θωρακική έκπτυξη και τις αναπνευστικές κινήσεις με συνέπεια την υποπλασία των πνευμόνων και ίνωση αυτών . Αυτά συνεπάγονται αναπνευστική δυσχέρεια και θάνατο .
Άλλες ιδιότητες του αμνιακού υγρού είναι η διατήρηση σταθερής θερμοκρασίας στο περιβάλλον του εμβρύου αλλά και η προστασία του σε κάποιο βαθμό χάρη στις αντιβακτηριακές ιδιότητές του (132).
Όπως προαναφέρθηκε , η παραγωγή του αμνιακού υγρού κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης προέρχεται από τη διήθηση του μητρικού πλάσματος μέσω του συνδετικού ιστού στον αμνιοχοριακό χώρο . Έτσι , η αμνιακή κοιλότητα έχει υγρό ακόμη και σε περιπτώσεις κυήματος με απουσία εμβρύου , καταστάσεις που ασφαλώς οδηγούνται στην αποβολή του κυήματος .
Κατά το δεύτερο τρίμηνο εγκαθίσταται ο λεγόμενος κύκλος του αμνιακού υγρού . Το αμνιακό υγρό αποτελείται κυρίως από τα ούρα των εμβρυικών νεφρών και λιγότερο από τα εκκρίματα των εμβρυικών πνευμόνων . Η μείωσή του επιτυγχάνεται με την εμβρυική κατάποση . Η ισορροπία του συστήματος αυτού προϋποθέτει φυσιολογική ανατομία και λειτουργικότητα τόσο του ουροποιητικού συστήματος όσο και του πεπτικού . Έτσι , σε έμβρυο 28 εβδομάδων με σταθερή κατάποση αλλά με παραγωγή 1 ml ούρων την ώρα , το αμνιακό υγρό θα μειωθεί κατά 300 ml σε 3 εβδομάδες . Εξάλλου , έμβρυο με απουσία φυσιολογικής κατάποσης ή εντερικής διέλευσης ( π . χ . ατρησία οισοφάγου ή δωδεκαδακτύλου ) μπορεί να συσσωρεύσει αμνιακό υγρό οδηγώντας σε πολυυδράμνιο .
Εδώ κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν παθολογικές καταστάσεις , που αφορούν το αμνιακό υγρό . Ο όγκος του συνδέεται άμεσα με την περιγεννητική θνησιμότητα , που έχει σαν αιτία εμβρυικές ανωμαλίες ( νεφρική αγενεσία με ολιγουδράμνιο , ατρησία δωδεκαδακύλου ή οισοφάγου αλλά και σοβαρές νευρολογικές παθήσεις με πολυυδράμνιο ). Το παθολογικό σωματικό βάρος του εμβρύου συνδυάζεται με ανωμαλίες του αμνιακού υγρού ( ενδομήτρια υπολειπόμενη αύξηση με ολιγουδράμνιο , διαβητική μακροσωμία με πολυυδράμνιο ).
Η παθολογία του αμνιακού υγρού έχει μεγάλη κλινική σημασία . Τα προαναφερθέντα αναλύονται στη συνέχεια .
Φυσιολογικά το αμνιακό υγρό αυξάνεται περίπου στο 1 λίτρο στις 36 εβδομάδες και μειώνεται στα 100-200 ml μετά τις 40 εβδομάδες κύησης . Μειωμένος όγκος υγρού λέγεται ολιγουδράμνιο . Περισσότερο από 2 λίτρα αμνιακού υγρού αποτελεί ανωμαλία και λέγεται πολυυδράμνιο . Σε σπάνιες περιπτώσεις , η μήτρα μπορεί αν περιέχει υπερβολική ποσότητα υγρού μέχρι και 15 λίτρα . Σε περίπτωση οξέος πολυυδραμνίου , η μήτρα μπορεί να διαταθεί σημαντικά μέσα σε λίγες μέρες .
Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες υπερηχογραφικές μέθοδοι για τη μέτρηση του αμνιακού υγρού . Ο δείκτης αμνιακού υγρού είναι η πιο διαδεδομένη . Με αυτήν υπολογίζεται το άθροισμα των βαθύτερων τμημάτων σε καθένα από τα 4 τεταρτημόρια . Σαν σημαντικό πολυυδράμνιο χαρακτηρίζεται όποιο παρουσιάζει δείκτη άνω των 24 cm. Το πολυυδράμνιο απαντάται σε 1% των κυήσεων . Ο βαθμός του πολυυδραμνίου καθώς και η πρόγνωσή του συνδέεται συχνά με την αιτία που το προκάλεσε . Σε παθολογικό πολυυδράμνιο , συνυπάρχουν εμβρυικές ανωμαλίες κυρίως του κεντρικού νευρικού συστήματος και του γαστρεντερικού συστήματος , π . χ . στις μισές περιπτώσεις ανεγκεφαλίας και ατρησίας του οισοφάγου παρατηρείται πολυυδράμνιο . Σε περιπτώσεις ηπίου πολυυδραμνίου η αιτία βρίσκεται μόνο στο 15% των περιπτώσεων . Αντίθετα σε σοβαρό πολυυδράμνιο η αιτία αποκαλύπτεται στο 90% των περιπτώσεων . Πιθανές αιτίες πολυυδραμνίου είναι επίσης ο μη ανοσολογικός ύδρωπας και χρωμοσομικές ανωμαλίες ( ανευπλοειδία ). Η παρουσία δείκτη αμνιακού υγρού άνω του 25 συνεπάγεται αύξηση της περιγεννητικής θνησιμότητας .
Σε περίπτωση αρύθμιστου σακχαρώδη διαβήτη στην κύηση το αυξημένο βάρος του νεογνού εμφανίζει γραμμική σχέση με τον όγκο του αμνιακού υγρού καταστάσεις που αυξάνουν τον κίνδυνου πρόωρου τοκετού , της δυστοκίας των ώμων , της ανώμαλης προβολής λόγω της υπερκινητικότητας του εμβρύου και της πρόωρης αποκόλλησης του πλακούντα από απότομη αποσυμπίεση της μήτρας . Όλα αυτά επιβάλλουν την άμεση αποπεράτωση του τοκετού με καισαρική τομή . Τέλος , στις επιπλοκές του πολυυδραμνίου συγκαταλέγεται και η ατονία της μήτρας μετά τον τοκετό που μπορεί να οδηγήσει σε κατακλυσμιαία αιμορραγία .
Θεραπευτικές μέθοδοι για την αντιμετώπιση του πολυυδραμνίου είναι η αμνιομείωση και η χρήση ινδομεθακίνης χωρίς όμως αυτές να έχουν χρησιμοποιηθεί σε μεγάλη κλίμακα . Με την αφαίρεση του αμνιακού υγρού μπορούν να δημιουργηθούν βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος αλλά και καρδιακά επεισόδια .
Η μειωμένη ποσότητα αμνιακού υγρού μπορεί να οφείλεται είτε στη μειωμένη παραγωγή είτε σε απώλεια . Το υπερηχογράφημα θα αποκαλύψει αν υπάρχουν εμβρυικοί νεφροί και λειτουργούν φυσιολογικά . Ακόμη , θα διαγνωστεί αν το ολιγουδράμνιο οφείλεται σε συνεχή απώλεια υγρού από πρώιμη ρήξη υμένων . Στη διάγνωση της τελευταίας επιπλοκής συμβάλλει και ο έλεγχος της αλκαλικότητας των κολπικών εκκρίσεων .
Στο ολιγουδράμνιο , τα υπερηχογραφικά ευρήματα είναι ασαφή λόγω έλλειψης εμβρυικής κινητικότητας και φωτεινής αντίθεσης . Το χρόνιο ολιγουδράμνιο , που οφείλεται στην πρόωρη ρήξη των υμένων προκαλεί ανεπιθύμητες καταστάσεις στο έμβρυο όπως υποπλασία πνευμόνων αλλά και ανιούσα λοίμωξη από κολπική επιμόλυνση . Για το δεύτερο ειδικά η επιβάρυνση της κατάστασης επιδεινώνεται τόσο από την ποσότητα του υγρού που χάνεται όσο και από τον χρόνο που διαρκεί η ρήξη των υμένων .
Το ολιγουδράμνιο στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης επιβάλλει εγρήγορση . Όταν ο δείκτης αμνιακού υγρού είναι μικρότερος των 2 εκατοστών η άμεση πρόκληση του τοκετού αποτελεί την ενδεδειγμένη λύση . Χαμηλή συγκέντρωση του αμνιακού υγρού σε αυτή τη φάση μπορεί να οδηγήσει σε εμβρυική δυσχέρεια στον τοκετό με χαμηλό βαθμό Apgar, χαμηλό pH και κατά συνέπεια πολλές νεογνολογικές επιπλοκές ακόμη και ενδομήτριο θάνατο . Η αμνιοέγχυση βοηθά με την αποσυμπίεση του ομφαλίου λώρου στην αποτροπή επιβραδύνσεων των καρδιακών παλμών ( καλύτερη οξυγόνωση του εμβρύου ) και κατά το δυνατόν απρόσκοπτη πρόοδο του τοκετού . Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η προσφυγή στην καισαρική τομή σε πολλές περιπτώσεις (133). | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
225,985 | row_225985 | paper_10 | 0 | 0 | ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV | 0.50-0.50 | κ | Διδακτορικές Διατριβές | Αγγειογενετικοί παράγοντες (αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας, πλακουντιακός αυξητικός παράγοντας) στο αμνιακό υγρό δευτέρου τριμήνου κύησης |
Πληροφορίες για τα δεδομένα:
Το Apothetirio_Pergamos είναι μια συλλογή ελληνικών ακαδημαϊκών διατριβών από διάφορα πανεπιστήμια, συγκεντρωμένες στο αποθετήριο Πέργαμος (https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/el/browse/1058836?p.tpl=list) . Περιλαμβάνει τη Γκρίζα Βιβλιογραφία, δηλαδή ακαδημαϊκές και επιστημονικές εργασίες εργασίες σε ευρύ φάσμα επιστημονικών πεδίων που δεν εκδίδονται επίσημα από εκδοτικούς οίκους, αλλά έχουν επιστημονική αξία. Το dataset αποκτήθηκε τον Απρίλιο του 2024 και μέσα από μια σειρά διαδικασιών μηχανικής μάθησης έχει καθαριστεί και επισημειωθεί αυτόματα όσον αφορά δομικά μέρη του κειμένου: περιεχόμενα , βιβλιογραφία , παράρτημα κλπ.
🔍 Χαρακτηριστικά του Dataset:
Γλώσσα: Ελληνικά
Μορφή: Κείμενα εργασιών & μεταδεδομένα
Στήλες Μεταδεδομένων: predicted_section: ε.σ = εισαγωγικό σημείωμα, β= βιβλιογραφία, π=περιεχόμενα, κ=κείμενο . Section: βασικό κείμενο.
🛠 Χρήσεις:
Εξαγωγή θεματικών τάσεων μέσω NLP
Εκπαίδευση μοντέλων για αυτόματη περίληψη και ταξινόμηση
Εκπαίδευση γλωσσικών μοντέλων
📥 Δήλωση Πνευματικών Δικαιωμάτων:
Τα δεδομένα προέρχονται από την ιστοσελίδα του Ιδρυματικού Αποθετηρίου / Ψηφιακής Βιβλιοθήκης του ΕΚΠΑ που διατίθενται στο Πέργαμος. Η χρήση τους γίνεται για ερευνητικούς και επιστημονικούς σκοπούς, σύμφωνα με τους όρους διάθεσης Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση 4.0 Διεθνές (CC BY-NC 4.0)
Για ανατροφοδότηση επικοινωνήστε: [email protected]
Dataset Info:
The Apothetirio_Pergamos is a collection of Greek academic theses from various universities, gathered in the Pergamos repository (https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/el/browse/1058836?p.tpl=list). It includes Gray Literature, meaning academic and scientific papers across a broad range of fields that are not officially published by academic publishers but still hold scientific value. The dataset was acquired in April 2024 and has undergone a series of machine learning processes to be automatically cleaned and annotated regarding structural components of the text, such as table of contents, bibliography, appendix, etc.
🔍 Dataset Features:
Language: Greek
Format: Academic texts & metadata
Metadata Columns :predicted_section: ε.σ = introductory note, β = bibliography, π = table of contents, κ = text. Section: main text.
🛠 Uses:
Extracting thematic trends using NLP
Training models for automatic summarization and classification
Training language models
📥 Copyright Notice:
The data originates from the Institutional Repository / Digital Library of NKUA (National and Kapodistrian University of Athens) and is available in Πέργαμος. Its usage is strictly for research and scientific purposes, according to the terms of the Creative Commons Attribution-NonCommercial 4.0 International (CC BY-NC 4.0) License.
For feedback contact: [email protected]
- Downloads last month
- 69